Πατριώτες, ο Αρης έπεσε. Ακούει κανείς; Υπάρχει κάποιος να αφουγκραστεί τον πόνο των χιλιάδων οπαδών του; Ποιος μπορεί να αντιληφθεί, άραγε, το συναίσθημα αυτών των παιδιών που ήταν και εκεί, φώναξαν, κουράστηκαν και παρά την πίκρα τους μάζεψαν τα κομμάτια τους, παίρνοντας το δρόμο της επιστροφής; Αυτών που έβλεπαν από την τηλεόραση και έκλαιγαν;
Σε όλες τις πολιτισμένες χώρες, όταν παρατηρείται μια αποτυχία, αυτοί που έχουν τα «κλειδιά» (πόσο μάλλον όταν αυτά δεν είναι δικά τους), τα παραδίδουν και φεύγουν. ΠΑΡΑΙΤΟΥΝΤΑΙ. Είδατε εσείς καμία παραίτηση, μετά το «βατερλώ» της Κομοτηνής; Ακούσατε, έστω, κάποια δήλωση μετάνοιας, μετά το ματς;
Για άλλη μία φορά τις εγκληματικές ευθύνες του προέδρου, Χαράλαμπου Σκόρδα, τις πήρε πάνω του ο Σούλης Παπαδόπουλος: «Φταίω εγώ για όλα. Οι ευθύνες είναι δικές μου. Τα παίρνω όλα πάνω μου», τόνισε σε μια κρίση ειλικρίνειας, μόνο που δεν είπε όλη την αλήθεια. Ναι, έχει ευθύνες, αλλά δεν είναι όλες δικές του.
Κι αν ο Παπαδόπουλος, ψέλλισε κάτι, προσπάθησε να μιλήσει για την «ταμπακιέρα», δεν έπραξε το ίδιο ο διορισμένος από το Ειρηνοδικείο πρόεδρος του Αρη. Πήρε τους δύο (τούτη τη φορά) άνδρες της προσωπικής του φρουράς, τον πιστό του σύμβουλο, Κώστα Γεωργιάδη και αποχώρησε, έχοντας ρίξει την ομάδα, ΓΙΑ ΔΕΥΤΕΡΗ ΦΟΡΑ, στη Β΄ Εθνική ή όπου αλλού βρεθεί να αγωνίζεται από το καλοκαίρι και μετά.
Ο Αρης στην πιο δύσκολη, στην πιο κρίσιμη και συνάμα στην πιο χαρούμενη περίοδο της ιστορίας του (λόγω της συμπλήρωσης 100 ετών από τη ίδρυσή του), είχε την ατυχία να έχει στο τιμόνι ανθρώπους που δεν τον σεβάστηκαν. Που εξυπηρέτησαν προσωπικούς εγωϊσμούς, που στήριξαν και εξακολουθούν να στηρίζουν ένα άτομο που και μόνος του να τρέχει, δεύτερος θα βγει.
Ασφαλώς, τεράστιες ευθύνες, έχει και ο προκάτοχος του Σκόρδα, Δημήτρης Ηλιάδης. Μόνο που ο τελευταίος, όταν αντιλήφθηκε τι έκανε, έφυγε. Δεν γαντζώθηκε στην καρέκλα, δεν αγάπησε την πολυθρόνα.
Τώρα η ομάδα πρέπει να ηρεμήσει, να γιορτάσει τα 100 της χρόνια και ΑΜΕΣΩΣ ΜΕΤΑ να κοιτάξει τι θα κάνει. Να προγραμματίσει την επόμενη μέρα, να απαλλαγεί από τα «βαρίδια» και να κοιτάξει το αύριο. Γιατί οι μεγάλες ομάδες δεν πεθαίνουν. Πέφτουν, αλλά σηκώνονται.