«Κι αν με πλήγωσες, εγώ, αδιαφορώ.». Εμοιαζε ως μοιρολόι για τον «νεκρό» Αρη που αποχαιρετά την κατηγορία, αλλά δεν ήταν. Το αντίθετο. Ηταν μήνυμα ζωής, αντεπίθεσης, αναδημιουργίας. Είναι το μοναδικό ζωντανό κύτταρο που έχει απομείνει στον οργανισμό μιας ομάδας που είναι «κλινικά νεκρή».
Επί της ουσίας, αυτοί οι άνθρωποι στην κερκίδα, ενέπνευσαν τους ποδοσφαιριστές, να παλέψουν ένα παντελώς αδιάφορο ματς. Να ξεπεράσουν τα προβλήματά τους, να ξεχάσουν την κούρασή τους, να δείξουν πως υπάρχουν. Και το κατάφεραν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, για δεύτερη συνεχή φορά.
Μετά το «Καραϊσκάκη», τα παιδιά του Φοιρού, προσπάθησαν να αποδείξουν και εν πολλοίς το πέτυχαν, πως η βαθμολογική τους κατάσταση, τους αδικεί. Πως θα μπορούσαν να είχαν καλύτερη τύχη στο πρωτάθλημα. Ορθολογικός σχεδιασμός, ευκαιρία σε νέα παιδιά (Γκόλιας), καθαρό μυαλό, τα χαρακτηριστικά μιας ομάδας που ήξερε (επιτέλους) τι ζητά, τι θέλει και γιατί κατέβηκε στον αγωνιστικό χώρο. Όπως ήξερε και μέχρι που φτάνουν οι δυνάμεις της, παρά τη αριθμητική υπεροχή που είχε από ένα σημείο και μετά.
Η είσοδος του Κύργια και η εικόνα ενός Αρη με πέντε αμυντικούς στα τελευταία λεπτά, αποδεικνύει του λόγου το αληθές. Ο Αστέρας, ακόμα και παίκτη λιγότερο, είναι πιο ποιοτική ομάδα. Πίεζε, ήθελε τη νίκη και θα την έπαιρνε, αν ο Φοιρός δεν αποφάσιζε να πάει στην παραπάνω πολιτική. Διότι, έστω την ισοπαλία, έπρεπε να την κάνουν δώρο οι κίτρινοι στους οπαδούς τους. Δεν ήταν σωστό, ειδικά μετά το 1-2, να τους πικράνουν για μία ακόμη φορά.
Και, βεβαίως, δικαίως αναρωτιέται κανείς, βλέποντας τον Αρη των δύο τελευταίων αγωνιστικών, αν με Φοιρό στον πάγκο, στον β΄ γύρο, θα μπορούσε η ομάδα να διεκδικήσει κάτι καλύτερο. Αν θα μπορούσε να είναι, ακόμα και τώρα, μέσα στο παιχνίδι της παραμονής. Αν δεν παρέδιδε πνεύμα, πολλές αγωνιστικές πριν το φινάλε. Αν, αναπάντητα…