Γιατί να το κρύψουμε άλλωστε… Ανήκω στη γενιά που άρχισε να ανακαλύπτει τον κόσμο στη δεκαετία του ’80.

Γιατί να το κρύψουμε άλλωστε… Ανήκω στη γενιά που άρχισε να ανακαλύπτει τον κόσμο στη δεκαετία του ’80. Τα τελευταία χρόνια του Δημοτικού, το Γυμνάσιο και το Λύκειο τα έζησα στα 80s. Με το ενσύρματο τηλέφωνο να περιμένεις με αγωνία να χτυπήσει. Αλλά και να προλάβεις να το σηκώσεις πρώτος για να μιλήσεις, με θέα τις αφίσες ποδοσφαιρικών ομάδων και ηθοποιών της εποχής.
       
Όχι και τραγουδιστών, διότι έπιαναν ήδη αρκετό χώρο οι δίσκοι τους στο δωμάτιό μου. Άλλωστε, τους κουβαλούσα συχνά με ένα αυτοσχέδιο χαρτοκιβώτιο στα σαββατιάτικα πάρτι. Εκεί, όπου στο τέλος κυριαρχούσαν οι ηχογραφημένες κασέτες με τα μπλουζ της εποχής. Ας μη το κρύψουμε ούτε αυτό άλλωστε. Η στιγμή που περιμέναμε όλοι στο πάρτι ήταν μία: να χαμηλώσουν τα φώτα, να πέσουν οι στροφές της μουσικής για να σμίξουν τα αγόρια και τα κορίτσια –που συνήθως καθόμασταν απέναντι- όρθια, στο κέντρο του σπιτιού.
       
Να μάθεις το όνομα, το σχολείο. Να φλερτάρεις αθώα και άμεσα, σε πρώτο πρόσωπο. Με ντροπή, με κόκκινα μάγουλα και άγνοια κινδύνου. Και στη συνέχεια να επιστρέψεις στην παρέα σου, πριν πάρεις το δρόμο για το σπίτι και κοιμηθείς με την ανάμνηση της. Ίσως και να μην την έβλεπες ποτέ ξανά, γιατί ήταν από άλλη γειτονιά.
       
Ξέρετε, δεν ήταν τόσο η νοσταλγία των Χριστουγέννων για το ταξίδι πίσω στο χρόνο, όσο η είδηση του θανάτου του Τζορτζ Μάικλ. Μπορεί τον τοίχο του σπιτιού μου να μην κοσμούσαν αφίσες του –αν και υποψιάζομαι πως στης αδελφής μου ήταν δίπλα δίπλα οι αφίσες των Wham και των Duran Duran- όμως το Careless Whisper το χόρεψα εκείνα, τα καλύτερά μας χρόνια, αρκετές φορές. Για την ακρίβεια, τα πιο ανέμελά μας χρόνια που στη διαδρομή αφήνουν μία αλλόκοτη γεύση. Διότι τα πρόσωπα εκείνων των χρόνων γίνονται θολά, τα ονόματα χάνονται και οι αναμνήσεις καταλήγουν ασπρόμαυρες.