Ο Δημήτρης Καρύδας γράφει στο προσωπικό του blog για την εθνική Ελλάδος και το πόσο σημαντική θα είναι η απουσία του Γιάννη Αντετοκούνμπο από το ευρωπαϊκό πρωτάθλημα.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Τα παλιά καλά χρόνια της δημοσιογραφίας ένα βασικό μάθημα στους εκκολαπτόμενους γραφιάδες ήταν ότι ποτέ δεν ρωτάς στον τίτλο ενός κείμενου. Υποτίθεται με το στερεότυπο της εποχής ότι ο δημοσιογράφος πρέπει να λύνει τις απορίες του αναγνώστη του. Μόνο που η περίπτωση της φετινής εθνικής ομάδας μπάσκετ μας κάνει να παραβούμε αυτό τον παλιό άγραφο κανόνα. Και ομολογουμένως η απάντηση στο ερώτημα αν υπάρχει ζωή για την εθνική ομάδα μετά την απώλεια του Γιάννη Αντετοκούνμπο, είναι αρκετά δύσκολη και πολύπλοκη.
Η ήττα από την Γεωργία αυτή καθ’ αυτή στην πρεμιέρα του Ακρόπολις δεν ενοχλεί. Αντίθετα, μια ήττα από υποδεέστερο αντίπαλο σε ένα φιλικό παιχνίδι συνήθως κάνει καλό γιατί δίνει την ευκαιρία να δουλευτούν λάθη και να διορθωθούν ατέλειες. Η κατήφεια στο πρόσωπο των περισσότερων στο ΟΑΚΑ είχε να κάνει με την εμφάνιση των διεθνών, και αν προστεθεί το σχόλιο του Μίσσα για έλλειψη διάθεσης στο τέλος του αγώνα, γίνεται αντιληπτό ότι το τελευταίο σουτ του Σανάτζε με το οποίο νίκησαν οι Γεωργιανοί κατέδειξε πολλές από τις αδυναμίες μας.
Η εθνική είχε αρκετά, αλλά όχι πολλά καλά σημεία στο παιχνίδι. Ειδικά τις στιγμές που κατάφερνε να απλώσει την πιεστική άμυνα της σε όλο το γήπεδο ή στα ¾ του γηπέδου και να υποχρεώνει σε λάθη, τους μάλλον μέτριους χειριστές της μπάλας που διαθέτει ο Ζούρος στην εθνική Γεωργίας. Γενικά, τις στιγμές που κατάφερε να ανοίξει τον ρυθμό του αγώνα και στην άμυνα και στην επίθεση τα πράγματα πήγαιναν καλά. Μόνο που αυτές οι στιγμές ήταν λίγες, και αν είναι λίγες με ένα αντίπαλο όπως η Γεωργία τότε απέναντι σε μεγαλύτερα μεγέθη η λογική λέει ότι θα είναι ακόμη λιγότερες.
Κάπου εκεί αρχίζει το πρόβλημα. Στην άμυνα του μισού γηπέδου και στην αντίστοιχη επίθεση. Στην άμυνα η αντιμετώπιση του πικ εν ρολ ήταν τόσο ανεπαρκής ώστε ανέδειξε σε κορυφαία επιθετική μορφή του αγώνα τον Γκεόργκι Σερμαντίνι. Και όταν συμβαίνει αυτό τότε μόνο ένα πράγμα έχει να κάνει ο Μίσσας την επόμενη μέρα. Να επανεξετάσει την συνολική αμυντική λογική της ομάδας που μετέτρεψε τον Σερμαντίνι σε μείγμα Καρίμ Αμπντούλ Τζαμπάρ και Σακίλ Ο’ Νιλ και επέτρεψε στους Γεωργιανούς να κατεβάσουν 14 επιθετικά ριμπάουντς. Οι αλλαγές γίνονται με λάθος τρόπο και λάθος αποστάσεις και γενικά η συνολική αμυντική λογική θέλει αναθεώρηση.
Στην επίθεση τα προβλήματα μας στο πέντε εναντίον πέντε χρονολογούνται περίπου από την εποχή που οι περισσότεροι εν ενεργεία διεθνείς δεν είχαν γεννηθεί ακόμη. Και φυσικά τα ξέρει πολύ καλά ο Ζούρος που έτυχε να είναι αντίπαλος της εθνικής μας στην πρεμιέρα του Ακρόπολις. Ο Καλάθης είχε καλές στιγμές, αλλά όταν πείσμωσε σε κάποιο σημείο και πήρε σωρηδόν τα τρίποντα που του έδωσε η αντίπαλη άμυνα η κατάληξη ήταν η συνήθης και ο ήχος γνώριμος. Αυτός που κάνει η μπάλα όταν κτυπάει στο σίδερο της στεφάνης. Ο Σλούκας έδωσε ρυθμό στην ομάδα και είχε μερικές καλές συνεργασίες. Το ποσοστό της εθνικής στο τρίποντο ήταν φρικτό, αλλά τα περισσότερα από τα σουτ έγιναν με καλές συνθήκες. Ζούμε λοιπόν με την ελπίδα ότι την επόμενη φορά που θα μείνουν ελεύθεροι οι σουτέρ μας θα τα βάλουν γιατί αυτό λέει η λογική του μπάσκετ. Το πρόβλημα όμως θα εμφανιστεί ξανά γιατί η εθνική τα τελευταία χρόνια έχει μόνιμη λειψανδρία σε κλασικούς μακρινούς σουτέρ.
Τι κρατάμε; Την καλή εμφάνιση του Παπανικολάου που έδωσε ποικιλία στο επιθετικό παιχνίδι της ομάδας. Προφανώς είναι και ο παίκτης που η απώλεια του Αντετοκούνμπο επιδρά μάλλον θετικά στην ψυχολογία του αφού ξέρει ότι πλέον είναι αυτός που καλείται να κρατήσει το μεγαλύτερο βάρος και για τον περισσότερο χρόνο στη θέση «3». Και την συνολική εικόνα του Πρίντεζη που ήταν εξαιρετικός στην επίθεση αλλά στην άμυνα ειδικά στο δεύτερο μέρος έχασε πολλές μάχες από τον Σενγκέλια.
Συμπερασματικά: τα κενά και τα προβλήματα είναι πολλά. Κανένα όμως απ΄ αυτά δεν θεωρείται άλυτο ειδικά από τη στιγμή που η εθνική διαθέτει βάθος 9-10 παικτών. Ο χρόνος υπάρχει αλλά πιέζει. Και καταλήγουμε στο αναπάντητο ερωτηματικό του τίτλου. Αν υπάρχει ζωή μετά τον Γιάννη θα το μάθουμε μόνο όταν οι διεθνείς μας θα μπουν στα πραγματικά δύσκολα.
ΥΓ Αίφνης στο τέλος του αγώνα η άρνηση του Νίκου Παππά να δώσει το χέρι στον Ζούρο έγινε θέμα. Ο Ζούρος είναι σημειωμένος στο μπλοκάκι του Παππά ως ένας από τους προπονητές που θεωρεί ότι τον αδίκησαν στο πρώτο στάδιο της καριέρας του και ένας από αυτούς που του έκοψαν την ευκαιρία της εθνικής ομάδας το 2012. Και το σχετικό μπλοκάκι του Παππά δεν περιλαμβάνει μόνο το όνομα του Ζούρου, αλλά και πολλών ακόμη προπονητών. Δεν θα ψάξουμε το δίκιο ή το άδικο του έλληνα διεθνή γκαρντ. Σε κάθε περίπτωση όμως η συμπεριφορά του κρίνεται επιεικώς άκομψη. Ακόμη και για ένα παίκτη που μας έχει μάθει ότι σε κάθε δυνατή ευκαιρία θέλει να δείχνει και να φωνάζει ότι «είμαι διαφορετικός από όλους τους υπόλοιπους». Μερικές φορές δεν έχει σημασία πόσο δίκιο έχουμε, αλλά πως το διεκδικούμε. Και όταν το διεκδικούμε με λάθος τρόπο συνήθως το… χάνουμε! Το δίκιο μας.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ