Ο Γιώργος Συρίγος γράφει στο προσωπικό του blog για την στροφή 180 μοιρών στις επιλογές Ολυμπιακού και Παναθηναϊκού την τελευταία χρονιά.

Πριν από λίγες ημέρες έπεσα πάνω σε αυτό το βίντεο με τον Άγγλο, που ξύπνησε από βαθύ ύπνο 344 ημερών. “Man who slept through 2016 finds out everything he missed” («άνδρας που κοιμόταν μέσα στο 2016, μαθαίνει όλα όσα έχασε») είναι ο τίτλος του και όσοι εκτιμούν τον εκλεπτυσμένο σαρκασμό και το βρετανικό φλέγμα γενικότερα, πιθανότατα πάτησαν μια-δυο φορές repeat. 

Ειλικρινά δεν ξέρω πως μου ήρθε, αλλά τη δεύτερη φορά που είδα τον τυπά με τη ρόμπα να βγαίνει εκτός εαυτού μόλις μαθαίνει από τον νεαρό gentleman, με το χαρακτηριστικό bowler καπέλο και το κουστούμι α λα Πάτρικ Μακνί (όπως τον λατρέψαμε στον ρόλο του εκκεντρικού μυστικού πράκτορα Τζον Στιντ, στην κλασική αγγλική τηλεοπτική σειρά «Οι εκδικητές»), ότι ο Ντέιβιντ Μπόουι δεν βρίσκεται πλέον στον μάταιο τούτο κόσμο, το μυαλό μου πήγε στον Ολυμπιακό και τον Παναθηναϊκό.

Ότι είναι ο Μπόουι για τον Άγγλο party animal στο βίντεο, είναι οι παίκτες-εξολοθρευτές για τους σκληροπυρηνικούς του ελληνικού μπάσκετ, εδώ και τρεις δεκαετίες (και βάλε). Σκεφτείτε λοιπόν το σοκ του τυπικού Έλληνα μπασκετόφιλου, ο οποίος κοιμόταν επί 344 συνεχόμενες ημέρες, μόλις θα άκουγε ότι ο Ολυμπιακός και ο Παναθηναϊκός σταμάτησαν να ψωνίζουν παίκτες με βασικό (και πολλές φορές αποκλειστικό) κριτήριο την αφοσίωσή τους στην άμυνα, κάνοντας στροφή 180 μοιρών στις επιλογές τους!

«Μασιούλις, Ντεμάρκους Νέλσον, Στρόμπερι, Τζόνσον-Όντομ. Οι δύο κορυφαίες ελληνικές ομάδες τελείωσαν με παίκτες σαν αυτούς. Τώρα κυριαρχεί το πηγαίο ταλέντο. Ο Παναθηναϊκός δεν έχει μόνο Παππά και Φελντέιν. Πήρε το καλοκαίρι τον Μάικ Τζέιμς και πριν λίγες εβδομάδες και τον Τζεντίλε.

Στον Ολυμπιακό θα δεις τις επιλογές του Γιάννη Σφαιρόπουλου και δεν θα τον αναγνωρίζεις.  Όχι μόνο απέκτησε από την αρχή δεύτερο «πιστόλι» δίπλα στον Σπανούλη, τον Έρικ Γκριν, αλλά τώρα που χτύπησε ο ογκόλιθος Χάκετ, έφερε στη θέση του τον σπεσιαλίστα του πικ εντ ρολ, Ντόμινικ Ουώτερς. Πλέον, απ’ τους πέντε «ερυθρόλευκους» που καλύπτουν τις θέσεις «1» και «2», μονάχα ο Μάντζαρης συγκαταλέγεται στους σπεσιαλίστες της άμυνας».

Πείτε μου ειλικρινά, αν τα άκουγε όλα αυτά ο δικός μας άνθρωπος που κοιμόταν το 2016, δεν θα χρειαζόταν κι αυτός ένα γερό ξαφνικό χαστούκι για να έρθει στα ίσια του;

Πέρα απ’ την όποια έκπληξη προκαλεί η αλλαγή φιλοσοφίας των «αιώνιων», ένα είναι βέβαιο: μπορεί στα ρόστερ τους να μην υπάρχουν πλέον ο Ράμπο, ο τιμωρός, ο αδάμαστος πάνθηρας και τα υπόλοιπα θεριά της ζούγκλας, ωστόσο εκπτώσεις στην αποτελεσματικότητα στα μετόπισθεν δεν κάνει κανείς απ’ τους δύο.

Οι περισσότεροι από τους αριθμούς και τους δείκτες των λεγόμενων «προηγμένων στατιστικών» (advanced stats) που σχετίζονται με την άμυνα, επιβεβαιώνουν ότι Ολυμπιακός και Παναθηναϊκός συνεχίζουν να κάνουν την βρώμικη δουλειά στην Ευρωλίγκα με ακρίβεια και συνέπεια. Έχουν καταφέρει, δηλαδή, να διατηρήσουν το παραδοσιακό αμυντικό τους «φίλτρο», παρότι έχουν αυξήσει σε ποσοστό 10-15% τον αριθμό των κατοχών τους ανά παιχνίδι σε σχέση με πέρσι.   

Είναι προφανές ότι οι δύο «αιώνιοι» δεν ανακάλυψαν ξαφνικά το κυρίαρχο (εδώ και λίγα χρόνια) μπασκετικό δόγμα παγκοσμίως. Αυτό που οι αμερικανοί ονομάζουν pace and space (ταχύτητα και αποστάσεις) και το οποίο έχει ως βάση του το περίφημο seven seconds or less των Φίνιξ Σανς της περασμένης δεκαετίας, με μαέστρο στο παρκέ τον Στιβ Νας και προπονητή τον Μάικ Ντ’ Αντόνι.

Σε έναν μεγάλο βαθμό, ο Ολυμπιακός το υπηρέτησε τη σεζόν 2012-13, όταν κατέκτησε το δεύτερο συνεχόμενο Ευρωπαϊκό, με τον Γιώργο Μπαρτζώκα στον πάγκο του. Τα παιχνίδια με την ΤΣΣΚΑ και την Ρεάλ, στο φάιναλ φορ του Λονδίνου, θεωρούνται ακόμα και τώρα σημεία αναφοράς σε επίπεδο Ευρωλίγκας, όσον αφορά στον ρυθμό, την ένταση και τις συνεργασίες.  

Απ’ το ίδιο καλούπι ήταν βγαλμένο και το μπάσκετ του Ντούσκο Ιβάνοβιτς στον προπέρσινο Παναθηναϊκό. «Γουάν, γουάν, γουάν», φώναζε ασταμάτητα ο Μαυροβούνιος (με την χαρακτηριστική… γιουγκοσλαβοϊσπανική του προφορά) στην προπόνηση. Κάποιοι το εκλάμβαναν ως run, «τρέχα» δηλαδή. Άλλοι ως one on one («παίξε ένας εναντίον ενός»). Είτε έτσι είτε αλλιώς, ο Ιβάνοβιτς απαιτούσε απ’ τους παίκτες του να δημιουργούν άμεση απειλή, παίζοντας με αυξημένη ταχύτητα.  

Οι δύο συγκεκριμένοι προπονητές δεν κατάφεραν ωστόσο να μακροημερεύσουν στο ΣΕΦ και στο ΟΑΚΑ, αντίστοιχα. Κι επειδή πρώτα φεύγει η ψυχή και μετά το χούι, η αποχώρησή τους σηματοδότησε σχεδόν αυτόματα την επιστροφή «κόκκινων» και «πράσινων» στα… γνωστά: αργό τέμπο και σκληρή άμυνα. Αυτή τη φορά, ωστόσο, υπάρχουν ισχυρές ενδείξεις ότι και οι δύο αφαίρεσαν μια για πάντα τον «κόφτη» από την μηχανή, χαροποιώντας την συντριπτική πλειοψηφία των φιλάθλων τους, που κάποιες στιγμές έπιαναν τον εαυτό τους να μονολογεί «όχι άλλο κάρβουνο».