Το όγδοο χαμένο καλοκαίρι της εθνικής ομάδας μπάσκετ ήρθε και φεύγει με πικρό τρόπο. Για μια ακόμη φορά μένει η πίκρα στο στόμα όχι για τον αποκλεισμό, όχι για την χαμένη ευκαιρία αλλά γιατί και πάλι μπορούσαμε. Μπορούσαμε αλλά δεν περάσαμε ποτέ τη λεπτή διαχωριστική γραμμή που χωρίζει την επιτυχία από την αποτυχία. Αν θέλουμε να είμαστε επιεικείς μπορούμε να βρούμε δεκάδες δικαιολογίες, όχι μόνο για τη ήττα-αποκλεισμό αλλά και να χρυσώσουμε το χάπι.
Η αλήθεια όμως είναι καταλυτική: Αν θεωρείς πρόοδο την παρουσία σου στις ομάδες της δεύτερης Ευρωπαϊκής ταχύτητας συμβαίνει κάτι χειρότερο από τις αποτυχίες. Έχεις συμβιβαστεί με τη μετριότητα.
Η πραγματικότητα είναι μια και απλή: Οκτώ χαμένα καλοκαίρια σημαίνουν μια μπασκετική γενιά στα σκουπίδια. Όποιος δεν το βλέπει απλά εθελοτυφλεί.
Η ήττα αποκλεισμός από τη Ρωσία ήταν προϊόν παθογενειών, αγωνιστικής αφέλειας και ανεπάρκειας. Δεν παίζαμε με την Ισπανία, δεν παίζαμε με τη φοβερή φετινή Σλοβενία αλλά με μια ομάδα περιορισμένων λύσεων και ελάχιστων αληθινών πρωταγωνιστών. Στο πρώτο ημίχρονο ήταν ξεκάθαρο ότι κρατούσαμε τον έλεγχο του αγώνα και μπορούσαμε να πάμε με διαφορά μεγαλύτερη των 6 πόντων στα αποδυτήρια. Ειδικά από τη στιγμή που ο Κώστας Μίσσας ακολουθώντας τη λογική του αγώνα με τη Λιθουανία είχε αποφασίσει να ζήσει και να πεθάνει η ομάδα με το σφικτό rotation των έξι παικτών. Και τελικά πεθάναμε γιατί πολύ απλά στο σύγχρονο μπάσκετ οι αντοχές των παικτών δεν φτάνουν σε συμμετοχές των 30 και των 35 λεπτών. Αυτό ίσχυε στη δεκαετία του ’80 που οι έξι παίκτες ήταν αρκετοί για τον ρυθμό, την ένταση και το στιλ του μπάσκετ που παιζόταν τότε. Το 2017 μπασκετικοί Σούπερμαν που παίζουν 40 λεπτά υπάρχουν μόνο στο ΝΒΑ και όχι στην Ελλάδα.
Δικαιολογίες υπάρχουν και αν θέλουμε μπορούν να βρεθούν πολλές. Η απουσία του Αντετοκούνμπο θεωρώ ότι είναι αναφορά-προσβολή για όσους έπαιξαν. Και παρότι ακουμπάει τη λογική ας μου επιτραπεί να μην την επικαλεστώ σεβόμενος τον ιδρώτα των υπολοίπων. Η αστοχία στις βολές δεν αποτελεί επίσης δικαιολογία. Όταν μιλάμε για επαγγελματίες παίκτες του ψηλότερου επιπέδου ποσοστά του 50 και του 60% είναι μη αποδεκτά. Η αστοχία στα τρίποντα που τείνει να γίνει το εθνικό μας μπασκετικό στατιστικό εδώ και αρκετά καλοκαίρια δεν διορθώνεται γιατί πολύ απλά δεν υπάρχουν στα μέρη μας κλασικοί σουτέρ για να παίξουν στην εθνική.
Η ομάδα έσωσε απλά τα προσχήματα παίζοντας ένα καλό παιχνίδι απέναντι σε ένα αντίπαλο (Λιθουανία) που πλήρωσε την αλαζονεία και το γεγονός ότι μας υποτίμησε. Εναντίον της Ρωσίας που επαναλαμβάνω δεν αποτελούσε κάποιου είδους φόβητρο ή ένα ανίκητο αντίπαλο είμαστε αφελείς και κουρασμένοι. Δυστυχώς και στους δύο αυτούς τομείς οι Ρώσοι αποδείχθηκαν καλύτεροι. Ήταν λιγότερο αφελείς και ο Μπαζαρέβιτς έκανε καλύτερο rotation στο δικό του περιορισμένο υλικό. Σημειώνω για να μην παρεξηγηθώ: Όλα αυτά δεν αποτελούν μομφή για τον Κώστα Μίσσα. Ήταν αυτός που πήρε την «καυτή πατάτα» στα χέρια του την ώρα που άλλοι συνάδελφοι του που μπορούσαν αρνήθηκαν και άλλοι που ήθελαν δεν κλήθηκαν. Το γιατί πρέπει να ψάξουμε και να ερευνήσουμε και όχι να «σταυρώσουμε» δίκην αποδιοπομπαίου τράγου το εύκολο θύμα αυτής της ιστορίας.
Είμαι από αυτούς που υποστηρίζουν εδώ και πολλά καλοκαίρια ότι το πρόβλημα της εθνικής είναι ζήτημα δομών και οργάνωσης. Όχι ζήτημα παικτών και προπονητών. Η δομή και η οργάνωση είναι τα προαπαιτούμενα για να φτάσει μια ομάδα να παίζει το μάξιμουμ στο παρκέ.
Η εικόνα της εθνικής στην πρώτη φάση ήταν θλιβερή και αυτό δεν έχει να κάνει μόνο με το αγωνιστικό κομμάτι αλλά και με την εικόνα της ως ομάδα. Οι παίκτες συσπειρώθηκαν όταν οι αφελείς Λιθουανοί τους….τρόλαραν αγνοώντας μια λέξη που υπάρχει στο ελληνικό λεξικό: Το φιλότιμο. Αλλά σε τούτο εδώ τον τόπο τα θαύματα δεν κρατάνε πάνω από τρεις μέρες. Γιατί στην πραγματικότητα και με όσα έγιναν (πάλι) φέτος το καλοκαίρι στην ομάδα ψάχναμε όχι μια υπέρβαση αλλά ένα θαύμα.Εδώ και οκτώ χρόνια δοκιμάσαμε τα πάντα: Αλλους προπονητές (4 ή 5 έχω χάσει το μέτρημα), καμιά 30αριά παίκτες. Το μοναδικό που δεν δοκιμάσαμε ήταν μια αλλαγή στους ανθρώπους που διαφεντεύουν την εθνική και παραμένουν στις ίδιες αγκυλώσεις εδώ και 40 χρόνια.
Και ας μου επιτραπεί να ξεκινήσω όπως έκλεισα με τους στίχους του τίτλου γραμμένους από τον Οδυσσέα Ελύτη. Για αυτό τον καταραμένο ίσκιο που όλο μεγαλώνει και όχι γίνει ένα μουντό μαύρο σύννεφο πάνω από την ομάδα που όλοι αγαπάμε:
Εκεί που πρώτα εκατοικούσε ο ήλιος
Που με τα μάτια μιας παρθένας άνοιγε ο καιρός
Kαθώς εχιόνιζε απ’ το σκούντημα της μυγδαλιάς ο αγέρας
Kι άναβαν στις κορφές των χόρτων καβαλάρηδες
Eκεί που χτύπαγεν η οπλή ενός πλάτανου λεβέντικου
Kαι μια σημαία πλατάγιζε ψηλά γη και νερό
Που όπλο ποτέ σε πλάτη δεν εβάραινε
Mα όλος ο κόπος τ’ ουρανού
Όλος ο κόσμος έλαμπε σαν μια νεροσταγόνα
Πρωί, στα πόδια του βουνού
Tώρα, σαν από στεναγμό Θεού ένας ίσκιος μεγαλώνει.