Ο Δημήτρης Καρύδας γράφει στο προσωπικό του blog για τον Μπόγκνταν Τάνιεβιτς, ο οποίος αποφάσισε να βάλει τέλος στην καριέρα του.

Στα 70 του χρόνια και έχοντας χρόνια προβλήματα υγείας ο Μπόγκνταν Τάνιεβιτς συνέχιζε να κοουτσάρει. Τελικά αποφάσισε λίγες μέρες πριν το τέλος του Ευρωμπάσκετ να ανακοινώσει την παραίτηση του από την τεχνική ηγεσία της εθνικής του Μαυροβούνιου και παράλληλα το τέλος της καριέρας του ως προπονητής μπάσκετ. Μια μεγάλη μορφή των πάγκων ο Βόσνιος που διατηρεί παράλληλα την Ιταλική αλλά και την Τούρκικη υπηκοότητα συνδέθηκε αρκετές φορές στη ζωή του με το ελληνικό μπάσκετ. Πάντοτε ως αντίπαλος ενώ έφτασε μια φορά πολύ κοντά στο να βρεθεί κοντά μας. Το καλοκαίρι του 1999 ενώ ήταν προπονητής της εθνικής Ιταλίας ο Παύλος Γιαννακόπουλος είχε πάρει την απόφαση να πορευτεί παρά την κατάκτηση του τίτλου χωρίς τον Λευτέρτη Σούμποτιτς. Και το πρώτο όνομα υποψήφιου στην ατζέντα του ήταν για αρκετές εβδομάδες αυτό του Μπόγκνταν Τάνιεβιτς. Είχαν μιλήσει και είχαν συμφωνήσει στα βασικά. Στο ενδιάμεσο έπεσε στο τραπέζι και το όνομα ενός ακόμη προπονητή από την πρώην ενιαία Γιουγκοσλαβική σχολή: Του Ζέλικο Ομπράντοβιτς που είχε μόλις λύσει τη συνεργασία του με τη Μπενετόν Τρεβίζο. Το κρίσιμο τελευταίο βράδυ ο Παύλος Γιαννακόπουλος απάντησε στο δίλημμα Ομπράντοβιτς ή Τάνιεβιτς ψηφίζοντας τον πρώτο. Τα υπόλοιπα είναι γνωστά και κανείς δεν μπορεί να πει με σιγουριά πως θα γραφόταν ένα μεγάλο κομμάτι της σύγχρονης μπασκετικής ιστορίας αν εκείνο το βράδυ ο εμβληματικός πρόεδρος του Παναθηναϊκού είχε αποφασίσει διαφορετικά.

Ο Τάνιεβιτς πέρασε μια καριέρα που θυμίζει μπασκετικό παραμύθι και σε πολλά η διαδρομή του μοιάζει με αυτή του Ομπράντοβιτς. Χωρίς τα εννιά Ευρωπαϊκά πρωταθλήματα. Στα νιάτα του έπαιξε στην θρυλική ΟΚΚ Βελιγραδίου την ομάδα που κυριάρχησε στο μπάσκετ της Γιουγκοσλαβίας τη δεκαετία του ’50 δίπλα σε παίκτες όπως ο θρυλικός σούπερ σκόρερ και πρόωρα χαμένος Ραντιβόι Κόρατς και με προπονητές τον προφέσορα Ατσα Νίκολιτς αλλά και τον μετέπειτα γενικό γραμματέα της ΦΙΜΠΑ Μπόρισλαβ Στάνκοβιτς. Σε ηλικία 24 ετών αποφάσισε να πάρει μεταγραφή για την Οριόλικ μια ομάδα της δεύτερης κατηγορίας αλλά πριν ξαναφορέσει σορτσάκι και φόρμα ως παίκτης είχε γίνει….προπονητής. Ενώ περίμενε να ξεκινήσει η σεζόν παρακολουθούσε τις προπονήσεις μιας ομάδας που έπαιζε στη δεύτερη κατηγορία της Μπόσνα στο Σαράγιεβο. Ξαφνικά, η ομάδα έμεινε χωρίς προπονητή και η διοίκηση πρότεινε στον νεαρό Τάνιεβιτς να καθίσει στον πάγκο της. Ο 24χρονος μέσα σε μια νύχτα (όπως έγινε 20 χρόνια αργότερα με τον Ομπράντοβιτς και την Παρτίζαν) εγκατέλειψε την ενεργό δράση και άλλαξε ιδιότητα. Ο Τάνιεβιτς που ήταν και παραμένει ένας διανοούμενος του μπάσκετ (μεταξύ άλλων έχει και πτυχίο παγκόσμιας λογοτεχνίας από το πανεπιστήμιο του Βελιγραδίου) κατάφερε στο Σαράγιεβο να κτίσει ένα μικρό μπασκετικό θαύμα. Όχι μόνο ανέβασε την ομάδα στην Α’  Εθνική αλλά το 1978 την οδήγησε και στον τίτλο της πρωταθλήτριας βασισμένος σε μια νεανική ομάδα. Την επόμενη σεζόν η Μπόσνα πήρε μέρος στο Κύπελλο Πρωταθλητριών αντιμετωπίζοντας μάλιστα στον τελικό όμιλο των 6 και τον Ολυμπιακό του Κώστα Μουρούζη και των τεσσάρων Ελληνοαμερικάνων (Γιατζόγλου, Καστρινάκης, Διάκουλας, Μελίνι) τον οποίο νίκησε δύο φορές! Μάλιστα η δεύτερη νίκη στις «λαμαρίνες» του Παπαστράτειου με 88-83 ήταν αυτή που άνοιξε την μεγάλη πόρτα στη Μπόσνα. Κατάφερε να προκριθεί στον τελικό της διοργάνωσης βρίσκοντας απέναντι της τη δυναστεία των μπασκετικών 70’s Ινις Βαρέζε. Η Ιταλική ομάδα έπαιζε για 10η και τελευταία σερί φορά σε τελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών έχοντας πάρει ήδη πέντε φορές το τρόπαιο από το 1970. Στον τελικό της 5ης Απριλίου του 1979 στο παλέ ντε Σπορ της Γκρενόμπλ υπήρχε ένα ξεκάθαρο φαβορί και ελάχιστοι πίστευαν ότι οι άγνωστοι Βόσνιοι θα μπορούσαν να κοντράρουν την μπασκετική μηχανή της Βαρέζε που μεταξύ άλλων περιλάμβανε εκείνη τη χρονιά τον ξανθομάλλη Αμερικάνο σκόρερ Μπομπ Μορς, τον «Μπούφαλο Μπιλ» του Ιταλικού μπάσκετ Ντίνο Μενεγκίν, τον Αμερικάνο Τσάρλι Γέλβερτον (μερικά χρόνια νωρίτερα είχε παίξει και με τη φανέλα του Ολυμπιακού στο Κύπελλο Κυπελλούχων) και πολύ καλούς γηγενείς παίκτες όπως οι Οσόλα, Γκουάλκο, Καραρία, Γκεργκάτι.

Μπροστά σε 12.000 κόσμο στη Γκρενόμπλ συντελέσθηκε μια από τις μεγαλύτερες εκπλήξεις στην ιστορία του θεσμού και έλαμψε το άστρο του Ζάρκο Βάραϊτς. Ο Βόσνιος φόργουορντ έγινε ήρωας για μια νύχτα, σκόραρε 45 πόντους, τους περισσότερους που έχει πετύχει ποτέ παίκτης σε τελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών/Ευρωλίγκα και οδήγησε τη Μπόσνα στη νίκη με 96-93! Ο σταρ των Βόσνιων διεθνής με την εθνική Γιουγκοσλαβίας Μίρζα Ντελίμπασιτς σκόραρε 30 πόντους σε εκείνο τον τελικό, ο επίσης διεθνής σέντερ Ράτκο Ραντοβάνοβιτς 10, ο Πρέντραγκ Μπένατσεκ που πολλά χρόνια αργότερα έπαιξε στον Πανιώνιο παίρνοντας μάλιστα και την Ελληνική υπηκοότητα πέτυχε άλλους 6 ενώ συμμετοχή στον τελικό είχε και ένας άλλος μετέπειτα σπουδαίος προπονητής ο «Μίδας» Σβέτσιλαβ Πέσιτς.

Από εκεί και πέρα είναι η αφετηρία μιας μεγάλης διεθνούς προπονητικής καριέρας για τον Τάνιεβιτς που παράλληλα κρατάει τους δεσμούς με την πατρίδα του. Μπορεί να μην ξαναδούλεψε σε ομάδα της πατρίδας του (με εξαίρεση μισή σεζόν το 2001 στη Μπουντούτσνοστ) αλλά για πολλά χρόνια με αφετηρία το 1974 όταν κοουτσαρε την εθνική εφήβων που δούλεψε στα αντιπροσωπευτικά συγκροτήματα της.

Το 1982 μετακόμισε στην Ιταλία όπου έπαιξε ρόλο στα πρώτα χρόνια της δημιουργίας της Καζέρτα και το 1986 ανέλαβε την ομάδα της Τεργέστης που έπαιζε ακόμη στην Ιταλική Α2. Το 1991 εμπιστεύθηκε τη θέση του δεύτερου ξένου σε ένα 17χρονο Σέρβο τον Ντέγιαν Μποντιρόγκα που νωρίτερα έκανε προπονήσεις με τον Ολυμπιακό του Ιωαννίδη. Μάλιστα, ο Μποντιρόγκα είχε συμφωνήσει με τους ερυθρόλευκους να πάρει την ελληνική υπηκοότητα και να παίξει ως κοινοτικός στην ομάδα και όταν ήρθε η πρόταση του Τάνιεβιτς ο «ξανθός» πίστεψε ότι η οικογένεια του Μποντιρόγκα τον εκβιάζει: «Είναι αδύνατον να παίξεις 17 χρονών σαν ξένος στην Ιταλία», φέρεται ότι του είπε. Το 1994 η Στεφανέλ Τριέστε έφτασε στον τελικό του Κυπέλλου Κόρατς αλλά έχασε το τρόπαιο με αντίπαλο τον ΠΑΟΚ που είχε πετύχει ιστορική νίκη στον δεύτερο τελικό της Τεργέστης. Το 1994 η Στεφανέλ μετακόμισε όλη την ομάδα και τον Τάνιεβιτς στο Μιλάνο αναλαμβάνοντας τη χορηγία της Ολίμπια. Δύο χρόνια αργότερα η ομάδα κατέκτησε το πρωτάθλημα Ιταλίας και στη συνέχεια ο Τάνιεβιτς πήρε το δρόμο για τη Γαλλία όπου δούλεψε μια σεζόν στη Λιμόζ και αργότερα στη Βιλερμπάν με την οποία επίσης κατέκτησε ένα πρωτάθλημα το 2002.

Ήδη, ο Τάνιεβιτς είχε πάρει προαγωγή από ασίσταντ της εθνικής Γιουγκοσλαβίας σε πρώτο προπονητής της εθνικής το 1981 κατακτώντας μαζί της την 3η θέση στο Ευρωμπάσκετ της Πράγας, ενώ επτά χρόνια νωρίτερα είχε πάρει το Ευρωπαϊκό πρωτάθλημα ως προπονητής της εθνικής εφήβων. Το 1997 εγκατέλειψε το Μιλάνο και ανέλαβε την εθνική Ιταλίας την οποία οδήγησε στην ιστορική πρώτη θέση στο Ευρωμπάσκετ της Γαλλίας το 1999. Το 2003 ανέλαβε την εθνική ομάδα της Τουρκίας στον πάγκο της οποίας κάθισε μέχρι το 2014 παίρνοντας μάλιστα και την Τουρκική υπηκοότητα. Οδήγησε την Τουρκία στην κατάκτηση του αργυρού μεταλλίου στο Παγκόσμιο πρωτάθλημα του 2010 και στη μεγαλύτερη διάκριση στην ιστορία της. Στο διάστημα της θητείας του στην εθνική Τουρκίας ανέλαβε και την τεχνική ηγεσία της Φενερμπαχτσέ με την οποία κατέκτησε δύο φορές το πρωτάθλημα της χώρας (2008, 2010) και το 2007 το Κύπελλο. Την τελευταία διετία δούλεψε στην εθνική ομάδα του Μαυροβούνιου. Στην μεγάλη καριέρα του κατάφερε να πετύχει 74 νίκες στο Κύπελλο Πρωταθλητριών/Ευρωλίγκα δουλεύοντας σε έξι διαφορετικά κλαμπ, ενώ συνολικά στα Κύπελλα Ευρώπης (παρότι αρκετά χρόνια ήταν σε εθνικές ομάδες)  έχει ξεπεράσει τις 100 προπονητικές νίκες.