Είναι πολύ εύκολο από θέση ασφάλειας για ένα δημοσιογράφο να ασχοληθεί με όσα έγιναν στο Αλεξάνδρειο. Επιτρέψτε μου να δηλώσω κουρασμένος και να μην ασχοληθώ. Κουρασμένος από όσα είδα την ίδια ώρα που καθισμένος στον καναπέ μου ζούσα την αγωνία για τους συναδέλφους της Nova και άλλαζα μηνύματα μαζί τους αν όλα πάνε καλά και αν είναι υγιείς.
Κουρασμένος γιατί σε αυτή τη χώρα πάντα φταίει κάποιος άλλος. Οι σπίκερ, οι διαιτητές, η αστυνομία, τα μνημόνια, η οικονομική κρίση, οι Γερμανοί, η κακιά μας ώρα και δεν ξέρω τι άλλο ακόμη. Μετά από 37 δημοσιογραφικά χρόνια στα γήπεδα για πρώτη φορά ένιωσα ευτυχής που ΔΕΝ ΗΜΟΥΝ σε ένα γήπεδο και αυτό το θεωρώ προσωπική κατάντια. Για αυτό αρνούμαι να αναζητήσω θύτες και θύματα, χώρια που αν γράψω ακριβώς αυτά που έχω στο μυαλό μου φοβάμαι ότι αύριο το πρωί θα κτυπήσει την πόρτα του σπιτιού μου ο εισαγγελέας και δεν έχω διάθεση να ανοίξω στα 53 μου παρτίδες με τη δικαιοσύνη χωρίς λόγο. Προτιμώ να ασχοληθώ με ότι απέμεινε για να μου φτιάξει το χαλασμένο κέφι.
Υπάρχει ένα άλλο μπάσκετ που ακόμη αναπνέει, που έχει στα πνευμόνια του καθαρό οξυγόνο και όχι δηλητήριο από φωτοβολίδες. Υπάρχει ένα μπάσκετ που όσο και να προσπαθούμε δεν μπορούμε να το πληγώσουμε.
Σε λίγες ώρες από τώρα ο Γιάννης Αντετοκούνμπο, το μεγαλύτερο εξαγώγιμο προϊόν του ελληνικού αθλητισμού και μια ζωντανή διαφήμιση της Ελλάδας θα παίξει στο All Star Game. Βλέποντας τον θα νιώσουμε ότι ‘’ναι, ρε γαμώτο, υπάρχει ένα άλλο μπάσκετ’’. Μακριά από ανίκανους παράγοντες, μακριά από αγρίμια που εκτονώνονται στις εξέδρες, μακριά από όλα αυτά.
Το 1994 όταν τα παλικάρια της Dream Team 2 έσπασαν ένα μπαρ στο Τορόντο μια βραδιά του παγκόσμιου πρωταθλήματος ο τότε κομισάριος του ΝΒΑ και ένας από τους πλέον εμπνευσμένους ανθρώπους που ασχολήθηκε ποτέ με το άθλημα παγκοσμίως έκανε μια σοφή δήλωση: ‘’Ήρθε η ώρα να πάρουμε το παιχνίδι στα χέρια μας. Κανείς μας δεν είναι μεγαλύτερος από το μπάσκετ’’.
Και το έκανε αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία. Γιατί η αλήθεια είναι μια και αυταπόδεικτη εδώ και πάνω από 120 χρόνια. Εάν δεν υπήρχε το μπάσκετ όλοι σήμερα θα κάναμε κάτι άλλο, σχετικό ή άσχετο με το αντικείμενο μας. Το μπάσκετ (όπως και κάθε σπορ σε αντιστοιχία) είναι πολύ πιο πάνω από τους αθλητές του, τους διαιτητές του, τους παράγοντες του, τους δημοσιογράφους του, όλους τους εμπλεκόμενους με οποιαδήποτε μορφή. Και συνήθως το δέντρο του μπάσκετ δεν το πληγώνουν αυτοί που το αγαπάνε αλλά όλοι οι άλλοι που δεν δίνουν δεκάρα τσακιστή. Περαστικοί από τον χώρο που είδαν φως και μπήκαν και αύριο-μεθαύριο δεν θα υπάρχουν. Τυχαίοι που η εξέδρα του γηπέδου είναι απλά το πεδίο εκτόνωσης τους και δεν έχει σημασία αν μπροστά τους παίζεται μπάσκετ ή….τάβλι! Και γύρω από αυτό το πανηγύρι των ζουρλών, όπως πολύ εύστοχα το είχε χαρακτηρίσει πριν από μια εικοσαετία ο τότε πρόεδρος της ΑΕΚ Γιάννης Φιλίππου στεκόμαστε ανήμποροι ή άναυδοι.
Ευτυχώς που υπάρχει και εκείνος ο Αντετοκούνμπο να μας πείθει με την ιστορία του ότι υπάρχει και μια εναλλακτική. Ένα παιδί που βγήκε από το γκέτο των μεταναστών, βρήκε τον δρόμο του και μεγαλουργεί. Το έχω ξαναγράψει αλλά θα το ξαναγράψω και σήμερα και πολλές φορές ακόμη. Πριν η ιστορία του Greek Freak γίνει ταινία ή βιβλίο (ή και τα δύο μαζί) κάτι που νομοτελειακά θα συμβεί μια μέρα πρέπει η ιστορία του να διδάσκεται ως μάθημα στα ελληνικά σχολεία. Να αποτελεί παράδειγμα για τα μικρότερα παιδιά. Όχι απλά ως ένα αληθινό success story αλλά ως μια υπόθεση δύναμης και θέλησης. Δεν ξέρω σε πόσους και ποιους χρωστάει ο Γιάννης, το ξέρει καλύτερα ο ίδιος και οι πράξεις του δείχνουν ότι δεν το ξεχνάει και δεν τους ξεχνάει. Ξέρω όμως ότι αυτός ο τύπος πήγε κόντρα στο manual του κατασκευαστή! Κόντρα στη λογική που τον ήθελε μεγαλώνοντας να γίνει ένας μικροπωλητής στα παζάρια της Αθήνας ή ακόμη και ένας εκτός νόμου. Και κάθε μέρα αποδεικνύει ότι αντί για ευχολόγια και οιμωγές, αντί για φτηνή κριτική και οπαδικές κραυγές υπάρχει ένας άλλος δρόμος που οι περισσότεροι τον ξεχνάνε. Ο δρόμος της σκληρής δουλειάς, του πείσματος, της θέλησης που μπορεί να σε πάει πιο μακριά ακόμη και από τα πιο τρελά όνειρα. Για αυτό ας μου επιτραπεί να κρατήσω τον Γιάννη και να σας χαρίσω όλα τα υπόλοιπα.