Τρεις ήταν οι πιο συνηθισμένοι πονοκέφαλοι της περσινής χρονιάς του Παναθηναϊκού που δεν αφορούσαν τραυματισμούς. Ο πρώτος, ο «τι κάνουμε με τον Χουάντσο», απαντήθηκε κατά τη διάρκεια της σεζόν. Ο Αταμάν κατάλαβε τι μπορούσε να πάρει και πως, ο Ισπανός με ποιο τρόπο θα μπορούσε να κερδίσει χρόνο στο παρκέ. Η επέκταση του συμφώνου συμβίωσης επεκτάθηκε χωρίς πολλά-πολλά μετά τους περσινούς τελικούς.
Ο δεύτερος, ο «τι κάνουμε με τον Βιλντόσα», τακτοποιήθηκε από την άνοιξη. Ευκαιριακό μέλος του rotation, σαν να αλλάζεις τέσσερα φύλλα στο πόκερ και να βγάζεις καρέ. Στα δύο τελευταία των πλέι-οφ και στον ημιτελικό του Βερολίνου, δεν έπαιξε δευτερόλεπτο. Στον τελικό βρήκε 13 λεπτά, στους τελικούς της Basket League αγνοήθηκε.
Στον τρίτο, τον «τι θα κάνουμε πίσω από τον Λεσόρ», κατ΄ ουσίαν δεν βρέθηκε – σταθερή – λύση ποτέ. Ο Μπαλτσερόφσκι, στοίχημα, ούτε έπιασε, ούτε χρόνο και διάθεση είχε ο Αταμάν να ξοδέψει λεπτά και νίκες για να τον αναδείξει. Ο Κώστας προήχθη και είχε στιγμές, αλλά και τη γνωστή αστάθεια, λίγο Σούπερμαν, πολύ κρυπτονίτης. Ο Μήτογλου ήταν το αναμενόμενο plan Β, αλλά στην ουσία δεύτερο πλάνο δεν υπήρχε ποτέ, παρά μόνο το θηρίο από τη Μαρτινίκα. Κανονική περίοδος (28:50), πλέι-οφ (34:16), φάιναλ φορ (32:16), one size fits all.
Τις φορές που ο Γάλλος έχανε τις μάχες, το πρόβλημα έβγαζε μάτι όπως πουθενά αλλού. Ακόμα και μια κακή βραδιά του Ναν ή του Σλούκα μπορούσε να καλυφθεί, αλλά όχι του Λεσόρ. Η ομάδα συναισθανόταν το πρόβλημα σαν ραγισμένο πλευρό που δεν σε αφήνει να αναπνεύσεις: ο Σλούκας έχανε τον καλύτερο pick n roll παρτενέρ, ο Αταμάν αυτόν που θα προκαλούσε φθορά και θα τράβαγε νταμπλ τιμ, ο Μήτογλου τον συμπαίκτη του οποίου η βαρύτητα θα δημιουργούσε τους χώρους για κάμποσα ελεύθερα σουτ και άλλα τόσα ριμπάουντ. Η ανασφάλεια αιωρούνταν πάνω από τους πράσινους σαν δαμόκλειος σπάθη: «κι αν χτυπήσει, χάσει έναν, δύο μήνες;». Το θηρίο άντεξε και τα έπαιξε όλα, 34+5+2, 41 ματς. Ο Αταμάν ξέρει πως μετά από δύο σεζόν στα κόκκινα, Παρτίζαν+Παγκόσμιο, Παναθηναϊκός και Ολυμπιακοί Αγώνες, μπορεί να μην είναι το ίδιο τυχερός.
Enter Ομέρ Γιουρτσεβέν.
Κανείς δεν μπορεί να πει στον Τούρκο σέντερ ότι παράτησε το αμερικανικό όνειρο στην πρώτη δυσκολία. Πόνταρε στον εαυτό του, άφησε στα κρύα του λουτρού κοτζάμ Φενέρμπαχτσε το 2016 (ένα χρόνο πριν κερδίσει την Ευρωλίγκα) και μετά από τέσσερα χρόνια στο κολέγιο (NC State, Georgetown) κυνήγησε για μια γεμάτη τριετία το όνειρο του ΝΒA. Δυστυχώς για αυτόν το συνολικό πακέτο χαρακτηριστικών που φέρνει στο παρκέ δεν είναι ακριβώς ό,τι αποζητά η λίγκα αυτή την εποχή, όμως αυτό δεν σημαίνει πως δεν έχει τα φόντα να πρωταγωνιστήσει στην Ευρωλίγκα.
Ο Γιουρτσεβέν έρχεται στην Ελλάδα με φήμη καλού εκτελεστή από κοντινή και μέση απόσταση, υψηλό μπασκετικό IQ και καλά χέρια, μεγάλη έφεση στο επιθετικό ριμπάουντ, υποσχόμενη μηχανική για το ενδεχόμενο να αυξήσει με αρκετή δουλειά το βεληνεκές του. Ταυτόχρονα θεωρείται ένας μέτριος αμυντικός που δεν μπορεί να υποστηρίξει άμυνα με αλλαγές, ούτε θεωρείται αποτελεσματικός rim protector ένεκα των σχετικά περιορισμένων αθλητικών προσόντων και του σχετικά μικρού ανοίγματος χεριών για το ύψος του (2.11 ύψος, 2.16 wingspan). Κοντολογίς, ο συμπατριώτης του Αταμάν είναι ένας ψηλός με old school ποιότητες που ομοιάζουν αρκετά επιθετικά με αυτές του Λεσόρ (με εξαίρεση τα 3-4 μέτρα στα οποία είναι καλύτερος), ενώ αμυντικά η ταχύτητα και αθλητικότητα του Γάλλου είναι από αυτές που κάνουν τη διαφορά.
Το δεδομένο είναι ότι ο νεός σέντερ του Παναθηναϊκού θα χρειαστεί αρκετό χρόνο προκειμένου να προσαρμοστεί στο νέο περιβάλλον. Μικρότερες αποστάσεις, περισσότερο ξύλο, αναβαθμισμένος ρόλος και ευθύνες, πρωταθλητισμός και η ανάλογη πίεση. Το καλό για αυτόν είναι πως η παρουσία των Λεσόρ (κυρίως) και Αντετοκούνμπο (επικουρικά) θα του δώσει το χρόνο προσαρμογής που θα χρειαστεί, αφού ο Παναθηναϊκός σε πρώτη φάση δεν θα ζητήσει από τον Γιουρτσεβέν να κερδίσει παιχνίδια, αλλά να είναι θετικός στα λεπτά που θα του αναλογούν. Φυσικά η παρουσία δύο top class δημιουργών στο pick n roll (Σλούκας, Μπράουν) θα βοηθήσουν, όπως και η παρουσία ενός συμπατριώτη του στην άκρη του πάγκου.
Όντας ένας παίκτης που δεν φοβάται την επαφή και το σκληρό παιχνίδι, η επιλογή του Γιουρτσεβέν συνδυάζει την ποιότητα, την προοπτική αλλά και το θεωρητικό αντίβαρο του Ολυμπιακού με τους Φαλ, Μιλουτίνοφ, Ράιτ. Στο ιδεατό σενάριο, ο Τούρκος ψηλός έρχεται για να διώξει την ανασφάλεια και να γίνει μια λύση πολυτέλειας από τον πάγκο.