Ο Ολυμπιακός παλεύει να νιώσει καλά στο ρόλο του διεκδικητή. Όταν αυτό συμβεί, ένα αχρείαστο βάρος θα φύγει από πάνω του. Γράφει ο Χρήστος Καούρης.

Το παρελθόν είναι βαρίδι ή οδηγός, συχνά δε και τα δύο ταυτόχρονα. Στην περίπτωση του Ολυμπιακού, τόσο η προπέρσινη όσο κυρίως η περυσινή εκθαμβωτική ομάδα έχει αφήσει στο φετινό γκρουπ υποχρεώσεις που ούτε μπορεί, ούτε χρειάζεται να σηκώσει.

Η νίκη επί της Μακάμπι, καθαρή και κρυστάλλινη, αγόρασε για τους ερυθρόλευκους χρόνο και ηρεμία, πράγματα όχι ακριβώς σε περίσσεια αυτές τις μέρες. Σε μια εποχή όπου το ξεκαθάρισμα των ρόλων είναι μείζονος σημασίας για το τεχνικό επιτελείο, το ντέρμπι με τον Παναθηναϊκό έρχεται σε μια όχι και τόσο βολική περίοδο – αλλά αυτά τα πράγματα δεν τα παραγγέλνεις. Φυσικά τυχόν νίκη στο σπίτι των πράσινων θα γεννήσει αισιοδοξία περίπου παρόμοια με αυτή που έψαχνε ο Παναθηναϊκός όταν κατηφόριζε στο Σ.Ε.Φ., ενώ η ήττα θα τελεσιδικήσει την υπόθεση πρωτιά στη Basket League, αλλά ως εκεί: το πρωτάθλημα κρίνεται τον Ιούνιο.

Οι λόγοι που ο Ολυμπιακός δεν είναι το ίδιο αστραφτερός με το πρόσφατο παρελθόν του έχουν αναλυθεί και σε προηγούμενο σημείωμα και δεν υπάρχει λόγος να επαναλαμβάνονται. Τέσσερις μήνες και τρεις μεταγραφές μετά το ξεκίνημα της σεζόν, είναι φανερό πως οι Πειραιώτες δίνουν μάχη να στρώσουν περπατησιά σε μια σεζόν στην οποία οι δεδομένες αναταράξεις που έφεραν οι αποχωρήσεις συνδυάστηκαν με κάμποσες αγωνιστικές αναποδιές. Πολέμιοι και αμφισβητίες κουνούν σταθερά το δάχτυλο μιλώντας για δομικά λάθη, όμως αυτή δεν είναι μια παραγωγική κουβέντα. Ό,τι έγινε, έγινε και πλέον το ζήτημα είναι πως αυτή η ομάδα θα καταφέρει να αναδείξει τα πλεονεκτήματα και να κρύψει τις αδυναμίες της όσο πιο αποτελεσματικά μπορεί.

EUROLEAGUE 2023-2024 / ΟΣΦΠ – ΜΑΚΑΜΠΙ ΤΕΛ ΑΒΙΒ (KLODIAN LATO / EUROKINISSI)

Αγωνιστικά μιλώντας, το σφίξιμο του rotation ήταν μια αναμενόμενη πρώτη κίνηση από πλευράς του Γιώργου Μπαρτζώκα: πιο εύκολα διανείμει κανείς τους ρόλους σε λίγους, παρά σε περισσότερους. Στο ούτως ή άλλως απαιτητικά ξεχωριστό σύστημα του Έλληνα προπονητή, το να απαιτηθεί από τον Ναζ Μήτρου-Λονγκ ή τον Πετρούσεφ να εγκολπωθούν σε χρόνο-ρεκόρ είναι κάτι εξίσου φρούδο και επιζήμιο, όσο κι αν αυτός που δεν παίζει είναι πάντα ο καλύτερος παίκτης και η λύση που ο κόουτς είχε μπροστά του και δεν τόλμησε. Ρεαλιστικά οι ερυθρόλευκοι έχουν μπροστά τους ένα μήνα προκειμένου να συνδυάσουν τα απαραίτητα για την επιβίωση τους αποτελέσματα με το ξεκαθάρισμα του τοπίου σε ό,τι αφορά τους χρόνους συμμετοχής, τις πεντάδες και τα αγωνιστικά θέλω που αυτές θα έχουν. Μπορεί επί παραδείγματι να μην είναι ιδιαίτερα ελκυστικό στο μάτι να ακουμπάει η μπάλα σε κάθε κατοχή στον ψηλό, όμως είναι αγωνιστικό αυτογκόλ να μην κοιτάζει κανείς να εκμεταλλευτεί τα φανερά χαρτιά του επειδή δεν έχει έναν iso παίκτη στην περιφέρεια. Το παράδειγμα της Βαρκελώνης είναι αντιπροσωπευτικό.

Παρότι είχε μείνει πολύ πίσω μετά από την καταστροφική τρίτη περίοδο, ο Ολυμπιακός έδειξε το μέταλλο και τις αρχές του επιστρέφοντας στο παιχνίδι και φτάνοντας ένα σουτ μακριά από την ισοφάριση – το χρονόμετρο έδειχνε 4:13 όταν ο Κάναν με βολή έκανε το 79-76. Στο επιμέρους 13-4 στην τέταρτη περίοδο ο Μιλουτίνοφ δεν είχε πάρει ούτε μία προσπάθεια, ενώ ακριβώς το ίδιο συνέβη και με τον Φαλ με τον οποίο οι φιλοξενούμενοι τελείωσαν το παιχνίδι. Είναι προφανώς καιροσκοπικό να πει κανείς πως δεν είχε λογική να πάρουν ευθύνες οι Γουίλιαμς-Γκος, Πίτερς και Κάναν: αυτοί είχαν οδηγήσει την επιστροφή. Αλλά αν κανείς θεωρεί πως έχει πλεονέκτημα στο «5» απέναντι στην πλειονότητα των ομάδων της Ευρωλίγκας, κοιτάζει να το μεγιστοποιήσει, ειδάλλως είναι σαν να μην υπάρχει καν. Μία εβδομάδα αργότερα ο Μιλουτίνοφ έβαλε όλη τη Μακάμπι στα καλάθια και ανάγκασε τον Μπόλντγουϊν να μιλήσει για τον «καλύτερο επιθετικό ριμπάουντερ – σέντερ στον κόσμο». Υπερβολές, αλλά ενδεικτικές υπερβολές.

Δεύτερο και σημαντικότερο, το ψυχολογικό κομμάτι. Είναι ως ένα βαθμό φυσιολογικό πως ο Ολυμπιακός είναι δέσμιος της περσινής του επιτυχίας. Όταν μια ομάδα σερβίρει στους οπαδούς της αυτό το απολαυστικό πιάτο για δύο σερί σεζόν, δεν είναι να απορείς που κάμποσοι θα γκρινιάξουν με κάτι πολύ πιο συμβατικό – και ώρες ώρες ως και άνοστο. Αλλά οφείλει να αναρωτηθεί κανείς αν μια ομάδα του προϋπολογισμού των Πειραιωτών οφείλει να κυριαρχεί με τον ίδιο τρόπο κάθε σεζόν, αν θα πρέπει να νιώθει, να συμπεριφέρεται και να δικαιολογεί τον τίτλο του φαβορί. Και εδώ είναι το ζουμί της ιστορίας.

Ιστορικά μιλώντας, ο Ολυμπιακός δεν είναι ομάδα που έχει εγγεγραμμένη στο DNA της αυτή την κουλτούρα, ούτε νιώθει ιδιαίτερα άνετα με την αλαζονεία της υπεροχής. Ως σύλλογος γεννημένος από τα λαϊκά στρώματα της κοινωνίας, κινούνταν παραδοσιακά με πολύ μεγαλύτερη άνεση φορώντας τον τίτλο του διεκδικητή, αυτού που κυριολεκτικά σημαίνει η λέξη outsider, ο ξένος, ο εκτός κατεστημένου κύκλου. Είναι μάλιστα ειρωνικά συμβολικό πως η άνοδος τους στην enfant gâté έγινε με ένα τρόπο παιχνιδιού που δεν έμοιαζε με κανενός άλλου, ολότελα ξεχωριστού, δικού τους.

Δύο χρόνια τώρα οι Πειραιώτες έγιναν με το σπαθί τους η αριστοκρατία της Ευρωλίγκας, η ομάδα που στο παρκέ έφερνε ένα γαλαζοαίματο, ανώτερο μπάσκετ, παρμένο από τα υγρά όνειρα των ρομαντικών του παρελθόντος αλλά σε μοντέρνο περιτύλιγμα και ημερομηνία 2023. Μπορεί κάποια στιγμή να επιστρέψουν εκεί, αλλά δύσκολα θα γίνει κάτι τέτοιο φέτος.

Έτσι, αντί κανείς να μοιρολογεί από την κερκίδα πάνω από τις χαμένες ευκαιρίες του Βελιγραδίου και του Κάουνας ή να δυσθυμεί γιατί οι περσινές σεκάνς παίζονται φέτος σε μία ταχύτητα χαμηλότερη, είναι προτιμότερο να βγάλει από τη ντουλάπα την σκονισμένη κάπα του αουτσάιντερ. Να χαμηλώσει τις προσδοκίες για να νιώσει λίγο καλύτερα στο πετσί του. Και να απολαύσει λίγο πιο ξένοιαστα, αλλά όχι λιγότερο έντονα τη διαδρομή.

Αν μπορώ να αποκρυπτογραφήσω επαρκώς τα λεγόμενα του Αϊζέα Κάναν, αυτό το «αν δεν είστε μαζί μας, κάντε στην μπάντα», η ομάδα φοράει ήδη το νέο, παλιό της τσιπάκι.