Απο τότε που ήμουν παιδάκι περίμενα πώς και πώς τη μέρα, συνήθως Κυριακή, δεν ηταν άλλωστε και τοσο πολλά τα παιχνίδια, που θα μου ελεγε ο πατέρας μου “θες να πάμε στο γήπεδο;”.

Η απάντηση ήταν πάντα θετική, δεν ήταν και πολλά εκείνα που θα μπορούσαν να με κάνουν να πω όχι, βασικά δεν υπήρχε κάτι που θα με έκανε να πω όχι. Την προσμονή της πρότασης τη διαδεχόταν η προσμονή της ημέρας, της ώρας που θα ξεκινούσε η διαδικασία για να πάμε στο γήπεδο.

Η ωραιότερη διαδικασία προετοιμασίας, θα μπορούσα να πω πως μεγαλώνοντας θύμιζε τα περιβόητα προκαταρκτικά στο σεξ, ναι κατι τέτοιο ηταν για τα πιτσιρίκια η προετοιμασία για το γήπεδο. Συγκεκριμένα ρούχα, το χαρτζιλίκι του παππού ή του θείου για να πάρεις πατατάκια ή σπόρια, οπως τα λέγαμε, το κασκόλ της ομάδας περασμένο στον λαιμό και όλα έτοιμα για να μπούμε στο αυτοκίνητο.

Θυμάμαι μου άρεσε τοσο πολύ που οταν βγαίναμε στον δρόμο και πλησιάζαμε στο γήπεδο, έβλεπα κι άλλα αυτοκίνητα με κόσμο που πήγαινε στο γήπεδο, το καταλάβαινες γιατι φορούσαν φανέλες της ομάδας και σχεδόν όλοι κρεμούσαν τα κασκόλ έξω απο το αυτοκίνητο, να ανεμίζουν, στα μάτια μου ήταν σαν να πηγαίναμε εκδρομή, σαν πηγαίναμε εκστρατεία.

Το κλασικό γύρω, γύρω, μέχρι να παρκάρουμε και μετά ποδαράτο μεχρι τη θύρα, μα τι συναίσθημα, τι λατρεία, να βλέπεις χιλιάδες κόσμο με τα χρώματα της ομάδας του, να τραγουδά, άλλοι να περιμένουν για “βρώμικο”, άλλοι για σποράκια κι αλλοι να ανανεώνουν τη συλλογή των κασκόλ τους. Περπατάς με τον πατέρα σου και ειναι σαν να εχεις εκπληρώσει μία ιερή υποχρέωση, σαν να ζεις μία σκηνή από τελετή μύησης, αισθάνεσαι σαν τον Σίμπα που ο ο πατέρας του Βασιλιάς των Λιονταριών τον ύψωσε στον αέρα παρουσιάζοντας τον στον κόσμο. Έτσι πιστεύεις οτι θα γίνει μολις μπείτε στο γήπεδο “κυρίες και κύριοι ο γιός μου”, στην πιο σημαντική στιγμή μας.

Μία μέρα θα πάω και εγώ εκεί

Είσοδος στο γήπεδο και τα μάτια καρφωμένα στη θύρα των οργανωμένων οπαδών “μία μέρα θα πάω εκεί να ζήσω αυτή την τρέλα” σκεφτόσουν και μαζί σου όλα τα πιτσιρίκια που ήταν γύρω σου. Το έβλεπες στα μάτια τους, ηταν σαν να υπήρχε μία μυστική επικοινωνία μεταξύ μας, με κωδικό που μόνο εμείς ξέραμε. Ήταν στιγμές μαγείας, στιγμές που ρίζωναν μέσα μας και οταν τα χρόνια πέρασαν και γίναμε γονείς, αγοριών κυρίως, αλλά και κοριτσιών, το σκεφτήκαμε, άλλοι δυνατά κι άλλοι οχι και τόσο, το πότε θα έρθει η ώρα της μύησης του παιδιού μας, ποτέ θα γίνει εκείνος ο Σίμπα κι εμείς ο Βασιλιάς των Λιονταριών και θα ζήσουμε ολες εκείνες τις στιγμές που είχαμε κρατήσει μέσα μας σαν φυλαχτό, σαν το ξύλινο τοτέμ των Ινδιάνων, μοναδικό για κάθε έναν από εμάς.

Μα πώς άλλαξαν οι καιροί

Όμως, όχι, η αλλαγή του όλου σκηνικού στον Ελληνικό αθλητισμό μας το στερεί, μας το λέει κατάμουτρα, πως “εσείς δεν έχετε δικαίωμα να χαρείτε μία βόλτα στο γήπεδο”, πως για να το κάνεις αυτό θα φύγεις και θα σε εχει πιάσει το στομάχι σου απο την πίεση και το άγχος μη γίνει κάτι και βρεθεί με το παιδί σου εν μέσω “πυρών”! Μη γίνει κάτι που θα σε αναγκάσει να αρχίσεις να τρέχεις για να σωθείτε, λες και πηγές στον πόλεμο. Αυτή είναι μία σκληρή πραγματικότητα, μία κακή, απαράδεκτη, μα τόσο αληθινή πραγματικότητα.

Που σου προκαλεί θυμό, που θες να σηκωθείς όρθιος και να φωνάξεις ποιος ειναι αυτός που σου στερεί τη χαρά του να πας στο γήπεδο. Που θες να ζήσεις ότι όταν ήσουν παιδί, με το δικό σου παιδί πια. Η ευθύνη ειναι στις ομάδες κατά το μεγαλύτερο ποσοστό και μετα στο κράτος οου εχει μετατρέψει τον αθλητισμό σε χοάνη έκφρασης κάθε λογής αντίδρασης.

Που ο καθένας βρίσκει χώρο να κάνει την δήθεν επανάσταση του, αλλά και όλοι εκείνοι οι τύποι που έχουν βρει τον χώρο για να καλυφθούν και συνεχίσουν τις “δουλειές” τους που φυσικά καμία σχέση δεν έχουν με τον αθλητισμό. Δυστυχώς με τα χρόνια η ερώτηση του πατέρα στο παιδί αν θελει να πάνε στο γήπεδο, εχει περάσει στα χείλη του παιδιού αλλά η απάντηση του πατέρα όσο κι αν τον πονά είναι “άστο καλύτερα παιδί μου”!