Ο Χρήστος Καούρης αποχαιρετά το τηλεοπτικό του φιλαράκι.

Εικοσιδύο-εικοσιτριών χρονών, φοιτητής Βιολογίας, ούτε μια ευθύνη στον κόσμο, με όλα τα μαλλιά στο κεφάλι μου. Τι διάβολο κάναμε μέσα, μαζί με τον Τάσο και δύο πίτσες πεπερόνι σπέσιαλ αγκαλιά, Παρασκευή βράδυ, να έχουμε νοικιασμένα δύο dvd Φιλαράκια και να έχουμε πιάσει ο καθένας έναν καναπέ γελώντας με τον Τζόι και τον Τσάντλερ;

Αυτή ήταν η πρώτη εικόνα που μου ήρθε στο μυαλό όταν διάβασα σήμερα πως ο Μάθιου Πέρι, το φιλαράκι μας, βρέθηκε νεκρός στη μπανιέρα του. Ήταν 54 ετών.

Η ζωή ήταν έξω, ιονισμένη, ξέφρενη, συγκινητική, απρόβλεπτη. Και εμείς ανάστροφοι δραπέτες, να κλειδωνόμαστε εκούσια σε ένα βολικό κελί, αυτό που αργότερα έγινε κλισέ να ονομάζεται comfort zone. Δεν ήταν Κυριακή μεσημέρι στο Star, στο κλασικό ραντεβού μετά το μεσημεριανό και πριν τον καφέ, δεν φεύγεις πριν να πάει τρεισήμισι, όσες φορές κι αν το έχεις ξαναδεί. Η δική μας ηταν επιλογή, αυτή που μέχρι πολύ πρόσφατα δεν έβγαζε νόημα, μου μύριζε μούχλα, μιζέρια, αδράνεια και ενοχή.

Εικοσιδύο-εικοσιτριών χρονών, φοιτητής Βιολογίας, με όλα τα μαλλιά στο κεφάλι μου και με μία ασήκωτη ευθύνη εντός του, να βρω έναν τρόπο να εκπληρώσω τη ζωή μου πριν τα εντός μου ζαρώσουν και μαραθούν. Δίπλα μου ο Τάσος, ο πιο αστείος άνθρωπος που έχω γνωρίσει ποτέ, ο δικός μου Τσάντλερ, να τραβάει τα δικά του ζόρια, αυτά για τα οποία δεν μίλησε ποτέ και εγώ δεν βρήκα τρόπο να ρωτήσω. Μερικά χρόνια μετά εξαφανίστηκε από την παρέα, μυστήριο ανεξερεύνητο. Έφτασα σαράντα για να του ξαναμιλήσω, Σαλονικιός πια και οικογενειάρχης, δεν έμαθα ποτέ γιατί. Φταίει, φταίω, φταίμε, δεν μας συγχωρώ, που λέει κι ο Πορτοκάλογλου.

Έλεγαν όσοι δούλεψαν μαζί του πως οι σκηνές στα Φιλαράκια του έβγαιναν αβίαστα, νεράκι. Ο έξω κόσμος ήταν πάντα δύσκολος, αφόρητος, αδύνατος.

Σήμερα εκείνες οι Παρασκευές, δύο, τρεις, όσες ήταν, ήρθαν και γλύκαναν μέσα μου. Δεν ήμασταν καλά. Ήταν εντάξει που δεν ήμασταν. Πείτε μας μαλθακούς, αδύναμους, δεν δίνω δεκάρα. Χρειαζόμασταν μια τηλεοπτική παρέα στην οποία πάντα ταυτιζόμασταν με τα δύο μπακούρια, αλλά κυρίως με τον Τσάντλερ Μπινγκ. Αυτόν που είχε τα κουσούρια του σε κοινή θέα, που απαντούσε «μπορεί να πεθάνω» όταν τον ρώταγαν «ποιο είναι το χειρότερο που μπορεί να συμβεί αν πας να της μιλήσεις;», που έκοβε σαν λεπίδα με το σαρκασμό του, που ήταν πιστός σαν σκύλος. Ήταν όμως εκεί, να απλώσει μια κουβέρτα που μας τύλιγε και με τον τρόπο της μας υποσχόταν πως δεν πειράζει, όλα θα πήγαιναν καλά.

Η μητέρα μου γέλαγε όταν στην εφηβεία μου κόπιαρα τον Άλκη Κούρκουλο του Λόγω Τιμής, τον ωραίο, μάγκα, λιγομίλητο, λαϊκό ζεν πρεμιέ. Απέβαλλα το κόλλημα ένα χρόνο αργότερα, αφού έκανε τον κύκλο του. Χρόνια αργότερα ο κύριος Μπινγκ ήρθε να διαμορφώσει το χιούμορ μου, μόνο που αυτό δεν έφυγε ποτέ, έμεινε σαν συμβιωτικός μικροοργανισμός. Έβλεπα στις προθήκες το βιβλίο του Μάθιου Πέρι, αυτό στο οποίο εξιστορούσε τη δική του σκοτεινή διαδρομή και όλο ανέβαλλα να το αγοράσω, λες και τα λόγια του θα μουτζούρωναν οριστικά και ανεξίτηλα την τηλεοπτική του εικόνα. Τώρα είναι η ώρα να μάθω, μαζί με τον υπόλοιπο κόσμο, πόσο προσπάθησε να βοηθήσει τους ανθρώπους έξω από το τηλεοπτικό πλατό, αυτούς που πάλευαν με τα ίδια τέρατα με τα δικά του.

Ο Τσάντλερ πέθανε και με τον Τάσο δεν μιλάμε πια. Προσπαθώ, αλλά δεν μπορώ με τίποτα να βρω κάτι αστείο για να προστατευτώ.