O Γιάννης Ιωαννίδης δεν είχε γκρίζες ζώνες. Ήταν απόλυτος και κάθετος: ‘’Η είσαι ορκισμένος φίλος μου ή είσαι ορκισμένος εχθρός μου’’. Σ’ αυτό έμοιαζε σαν δύο σταγόνες νερό με τον άλλο άνθρωπο που επηρέασε τη ζωή μου και τη διαδρομή μου: Τον Φίλιππο Συρίγο. Τα έφερε έτσι η τύχη και η ζωή που πέρασα και από τις δύο όχθες του ποταμού: Πιστός φίλος, ‘’εχθρός’’ και ξανά φίλος (και βιογράφος) του ξανθού στα τελευταία χρόνια της ζωής του.
Ανταμώσαμε το 1982, εκείνος ποπολάρος επαναστάτης του μπάσκετ, προπονητής του Άρη που προσπαθούσε να σπάσει το Αθηναϊκό κατεστημένο, ένας Μακεδονομάχος όπως του έλεγαν τα φιλαράκια του όταν μαζεύονταν στο ανθοπωλείο του παλιού συμπαίκτη και φίλου του, του Χόρτη στη Θεσσαλονίκη για να παίξουν μια μεσημεριανή πρέφα. Η αφεντιά μου πάλι μοιράκιο της δημοσιογραφίας. Τον πήρα δειλά δειλά τηλέφωνο στην Αγροτική Τράπεζα που δούλευε εκείνα τα χρόνια, πριν αφοσιωθεί ολοκληρωτικά στο μπάσκετ. Αν και νομίζω ότι ήταν αφοσιωμένος στην πορτοκαλί μπάλα από τη μέρα που με πέδιλα και όχι παπούτσια του μπάσκετ πάτησε το τσιμέντο στο ανοιχτό γηπεδάκι του Χαριλάου. Έτρεμε το φυλλοκάρδι μου και παρακαλούσα ενδόμυχα να μου κλείσει το τηλέφωνο με μια από εκείνες τις γνωστές εκρήξεις του. “Σας πήρα να μάθω τα νέα του Άρη”, του είπα αφού έτσι γινόταν εκείνα τα χρόνια το ρεπορτάζ.
Δεν ξέρω τι διεργασία έγινε στο μυαλό του αλλά αντί να μιλήσουμε πέντε λεπτά μιλήσαμε μια ώρα. Νέα και ειδήσεις δεν μου είπε φυσικά. Και με κάλεσε στο επόμενο ταξίδι του Άρη στην Αθήνα να περάσω από το ξενοδοχείο της ομάδας, το Golden Age στην οδό Μιχαλακοπούλου για να γνωριστούμε. Κάπως έτσι έγινα μέλος του ανοιχτού πανεπιστημίου του “ξανθού”, όπως το βάφτισα πολλά χρόνια αργότερα. Στο μικρό σαλόνι του ξενοδοχείου μόλις οι παίκτες πήγαιναν για ύπνο ο “ξανθός” έβαζε στη μέση ένα μπουκάλι ουίσκι, πολλά τσιγάρα και ξεκινούσε να κάνει αυτό που αποτελούσε τη δεύτερη αγαπημένη του συνήθεια μετά το μπάσκετ: Να μιλάει.
Εκεί επιτρέπονταν όλα. Όλα εκτός από ένα πράγμα: Να πάρεις τον αναπτήρα του ξανθού για να ανάψεις τσιγάρο όταν είχαν περάσει μεσάνυχτα Παρασκευής και ξημέρωνε η μέρα του αγώνα. Για όλα τα υπόλοιπα δεν πλήρωνες διόδια: Συζητήσεις για το μπάσκετ, για τη ζωή, αφορισμοί, αντεγκλήσεις, άνευ παρεξήγησης. Ότι λεγόταν στο σαλόνι του Golden Age, έμενε στο Golden Age. Φυσικά ήταν ο πρωταγωνιστής και για να φύγεις έπρεπε να συμβούν δύο πράγματα: Η να κάνεις ότι σε έπεισε από τα επιχειρήματα του ή να ξημερώσει. Συνήθως συνέβαιναν και τα δύο.
Ο Γιάννης ήταν ο πιο αντιφατικός προικισμένος άνθρωπος που έχω γνωρίσει στα 60 χρόνια της ζωής μου. Με δύο πτυχία πανεπιστημίου και προληπτικός, διορατικός, οραματιστής αλλά και ισχυρογνώμων. Δοτικός και κιμπάρης, κατά πως λένε στη Θεσσαλονίκη αλλά και συγκρουσιακός. Θρήσκος που τη Δευτέρα μπορεί να πήγαινε στο Άγιο Όρος να μιλήσει με τον γέροντα Παΐσιο και το Σάββατο να βρίζει τα θεία στη διάρκεια ενός τάιμ άουτ αγώνα που μεταδιδόταν ζωντανά σε όλη την Ελλάδα. Λαϊκός (με την έννοια της απλότητας) που όμως πήγαινε με άνεση και μιλούσε ή ανέλυε πίνακες ζωγραφικής με επιφανείς δημιουργούς στις γκαλερί του Κολωνακίου. Προσιτός σε όλους και συνάμα ανεξερεύνητη θάλασσα. Έτσι ήταν στη ζωή, έτσι ήταν και με τους ανθρώπους. Στην πραγματικότητα νομίζω ότι ο Γιάννης ήταν πάντα εκείνο το ορφανό παιδί που κουβάλαγε καρπούζια στη λαχαναγορά της Θεσσαλονίκης για να βγάλει το χαρτζιλίκι του. Οσα και αν κέρδισε στη ζωή του δεν τον άλλαξαν ποτέ.
Εκείνα τα χρόνια λοιπόν δεν ήταν ούτε διαπλοκή, ούτε κάτι μεμπτό η φιλία ενός προπονητή με ένα δημοσιογράφο. Και ας με βάφτισε κάποτε ο Θεσσαλονικιός καλός φίλος και συνάδελφος Άρις Νικολάκης ‘’ξώγαμο του ξανθού’’, προσωνύμιο που με ακολουθούσε όλα τα χρόνια που έμεινε στη Θεσσαλονίκη και τον Αρη. Όταν μερικά χρόνια αργότερα βρέθηκα στρατιώτης στα πέριξ της πόλης του πήρα και….μεταπτυχιακό από το Ιωαννίδειο πανεπιστήμιο. ΄Ημουν από τους ελάχιστους που εμπιστευόταν και μου επέτρεπε να παρακολουθώ τις κλειστές προπονήσεις του Άρη. Τότε γινόταν της παλαβής στην πόλη, στις προπονήσεις του Άρη πήγαιναν και 1000 άνθρωποι και ο ξανθός τρελαινόταν γιατί ήθελε να κάνει τη δουλειά του με ησυχία. ‘’Λοιπόν έχω γούρι να μην έρχεται κόσμος γιατί αλλιώς χάνουμε τα ματς’’, είπε. Μπροστά στα δεκάδες γούρια του ξανθού, υπαρκτά και ανύπαρκτα, δεν μπορούσε να αντιπαρατεθεί ούτε ο πρωθυπουργός. Και κάπως έτσι έκλεισαν οι πόρτες του Αλεξάνδρειου και επειδή ότι έκανε ο ξανθός το αντέγραφαν και όλοι οι υπόλοιποι καθιερώθηκαν οι κλειστές προπονήσεις που πλέον είναι καθεστώς στις μέρες μας. ‘’Εδώ θα μάθεις μπάσκετ θέλεις δεν θέλεις’’, μου έλεγε τότε. Από μπάσκετ δεν ξέρω τι έμαθα αλλά σίγουρα έμαθα πολύ περισσότερα κάνοντας νυχθημερόν σχεδόν παρέα μαζί του εκείνους τους 10 μήνες. Βίωσα από μέσα και από πρώτο χέρι την δημιουργία της αυτοκρατορίας του Άρη. Ο Ιωαννίδης τόλμησε σε εποχές που οι ελληνικές ομάδες με το ζόρι περνούσαν ένα γύρο στα Κύπελλα Ευρώπης να οραματιστεί μια ελληνική ομάδα πρωταθλήτρια Ευρώπης. Πήγε σε τρία φάιναλ φορ και τα έχασε αλλά όταν σκεφτεί κάποιος τι ήταν τότε το ελληνικό μπάσκετ το κατόρθωμα μοιάζει αδιανόητο. Κέρδισε 120 αγώνες στο Κύπελλο Πρωταθλητριών, νούμερο ασύλληπτο για Έλληνα προπονητή σε εποχές που οι ομάδες έπαιζαν 15-20 ματς στη διοργάνωση και όχι 40 όπως σήμερα. Εκανε 418 νίκες στο πρωτάθλημα νούμερο που δεν μπόρεσε να ξεπεράσει ούτε ο Ομπράντοβιτς. Και ήταν ασυμβίβαστος με την ήττα. Αν κάποιος του έλεγε μετά από ήττα ‘’δεν πειράζει Γιάννη’’ γινόταν αυτόματα εχθρός του.
Το 1984 πέρασε μια από τις πιο πικρές εβδομάδες της ζωής του. Εχασε μέσα σε επτά μέρες το Κύπελλο Ελλάδος από τον ΠΑΟΚ και σε αγώνα μπαράζ στην Κέρκυρα το πρωτάθλημα από τον Παναθηναϊκό και αμέσως μετά έχασε και την αγαπημένη του μητέρα Ελένη. Περάσαμε μερικές μέρες στη Χαλκιδική στο αγαπημένο του ησυχαστήριο τη Σίβηρη όπου απομονώθηκε γιατί δεν ήθελε να βλέπει άνθρωπο. Ένα μεσημέρι μου είπε πολύ σοβαρά: ‘’Σου υπόσχομαι ότι δεν θα ξαναχάσω ποτέ’’. Τον κοίταξα χαμογελαστός και έγινε έξω φρενών: ‘’Με ακούς τώρα τι σε λέω; Δεν θα ξαναχάσω ποτέ. Γράψτο. Στο λέει ο Ιωαννίδης’’. Και μου ανέλυσε το πλάνο του για να μην ξαναχάσει ποτέ. Κάπως έτσι έμαθα ότι το κλειδί ήταν να πάρει τον Παναγιώτη Γιαννάκη από τον Ιωνικό Νικαίας και όταν έβαζε κάτι στο μυαλό του ήταν αδύνατον να μην το πετύχει. Μερικές εβδομάδες μετά έγινα αυτόπτης μάρτυρας και συνοδοιπόρος του σε ένα απίστευτο ανθιρωποκυνηγητό του Γιαννάκη σε όλη την Αθήνα όταν τον άρπαξε κυριολεκτικά μέσα από τα χέρια αρχικά του Παναθηναϊκού και μετά της ΑΕΚ. Μόνο στο διαμέρισμα του Γιάννη Μπουτάρη στην οδό Σκουφά στο Κολωνάκι δεν με άφησε να μείνω την ώρα των υπογραφών. ‘’Αυτά που θα πούμε δεν πρέπει να τα ακούσεις’’. Τελεία και παύλα. Μου έφερε όμως μετά ως έπαθλο την ιστορική φωτογραφία που ο δράκος υπέγραφε το δελτίο του στον Αρη και την είχε τραβήξει με πολαρόιντ ο Θεόφιλος Μητρούδης. Κάπως έτσι έκτισε μια ομάδα που μπορεί να έχασε και μερικές φορές αλλά έκτισε ένα ασύλληπτο και ακατάρριπτο ρεκόρ 82 αήττητων αγώνων στην Ελλάδα.
Όταν ολοκλήρωσε τον κύκλο του με τον Άρη ήρθε η ώρα του Ολυμπιακού. Η Αθήνα τον μεταμόρφωσε. Εδώ έγινε πια ένας μοντέρνος μάνατζερ, ένας τεχνοκράτης, έγινε μπασκετικό κατεστημένο με τον Ολυμπιακό αλλά όταν χρειαζόταν θυμόταν τις μέρες του Θεσσαλονικιού επαναστάτη με ή χωρίς αιτία. Ως άλλο οργισμένο είδωλο έκανε για ψύλλου πήδημα επίθεση σε δημοσιογράφους ή έδινε το σακάκι του στον Σταύρο Τσανίδη φωνάζοντας ‘’μας τα πήρες όλα σήμερα, πάρε και το σακάκι’’.
Κάπου εκεί όταν έπινε τον καφέ του στο Κολωνάκι του μπήκε και το μικρόβιο της πολιτικής. Βλέπετε από την κριτική του ξανθού δεν γλίτωνε κανείς, Ούτε οι δύσμοιροι πολιτικοί που περνούσαν από το τραπέζι του για να του πουν μια καλημέρα. Ούτε με τον Ολυμπιακό, αλλά ούτε και με την ΑΕΚ κατάφερε να πάρει αυτό που κυνηγούσε όλη του τη ζωή: Ένα πρωτάθλημα Ευρώπης. Δεν του το χρώσταγε η ιστορία. Μετά έμπλεξε με την πολιτική το οποίο θεωρώ ότι ήταν το μεγαλύτερο λάθος του. Δεν το παραδέχτηκε ποτέ γιατί τι Ιωαννίδης θα ήταν αν παραδεχόταν ότι έκανε λάθος αλλά μέσες άκρες το έλεγε. Γιατί ο Ιωαννίδης ήταν γεννημένος για το μπάσκετ και ακόμη και τα τελευταία χρόνια της ζωής του, απόμαχος και από τον αθλητισμό και από την πολιτική, έβλεπε αγώνες της Ευρωλίγκας καθόταν στο γραφείο του στο σπίτι του στη Βούλα και σκαρφιζόταν συστήματα, μιλούσε για μπάσκετ και είμαι βέβαιος ότι έβλεπε και στον ύπνο του αγώνες.”Αφου κοουτσάρουν ο Αϊτο και ο Πίτερσον γιατί να μην μπορώ εγώ;”, μου είπε κάποια στιγμή δείχνοντας ότι το σαράκι του μπάσκετ ήταν πάντα φωλιασμένο στην ψυχή του.Δεν έχει σημασία το πώς και το γιατί αλλά κάποια στιγμή οι δρόμοι μας χώρισαν και τσακωθήκαμε άσχημα. Κάναμε χρόνια να μιλήσουμε. Έσπασα τον κανόνα μόνο όταν γεννήθηκε η Ελένη-Θεοδώρα η κόρη του.
Ήξερα πόσο ήθελε και αυτός και η Γιούλα ένα παιδί και μαζί με ένα δώρο του έστειλα στο μαιευτήριο και μια κάρτα με μερικά λόγια από καρδιάς. Και μετά ξαναγυρίσαμε στα ίδια. Ευτυχώς ένα βράδυ σε ένα από τα reunion της εθνικής ομάδας τον πλησίασα το ίδιο δειλά όπως του είχα τηλεφωνήσει εκείνη την πρώτη φορά το 1982. ‘’Ξανθέ να σου πω μια στιγμή’’. ‘’Αφού δε με μιλάς ρε, τι θέλεις τώρα’’, μου είπε επιθετικά. Δύο λεπτά αργότερα όταν άκουσε τι του είπα βρεθήκαμε κοτζάμ άντρες αγκαλιά να κλαίμε σαν μικρά παιδιά. ‘’Γύρισε ο άσωτος υιός μου στο σπίτι’’, είπε στους παρευρισκόμενους. Διότι παράξενος και μίρλας και τσαντίλας είχε μια καρδιά που χώραγαν χιλιάδες μέσα. Καρδιά μικρού παιδιού. Την επόμενη μέρα με πήρε τηλέφωνο: ‘’Να σε πω έλα στη Βούλα να φάμε γιατί πρέπει να συζητήσουμε κάτι’’. Και εκεί κατάλαβα για μια τελευταία φορά το μεγαλείο και το κιμπαριλίκι του ξανθού που τίμαγε τα παντελόνια του όσο λίγοι και ήταν ο μεγαλύτερος λογοτιμήτης που έχω γνωρίσει: ‘’Θυμάσαι τι σου έχω υποσχεθεί;’’, μου είπε. ‘’Πριν από 30 χρόνια σου είχα πει ότι θα γράψεις τη βιογραφία μου. Ήρθε η ώρα’’. Κάπως έτσι μου έλαχε στη δύση της ζωής του και πριν τον καταβάλλει η αρρώστια να περάσουμε παρέα ατελείωτες ώρες στη Βούλα. Μαζί με την αγαπημένη του Γιούλα και τον Βασίλη Σκουντή με τον οποίο ολοκληρώσαμε άποια στιγμή την βιογραφία του. Το βιβλίο παρότι ο ίδιος πρόλαβε να το διαβάσει, να το εγκρίνει και να ενθουσιαστεί δεν έχει ακόμη κυκλοφορήσει για λόγους που δεν είναι της παρούσης στιγμής. Είναι όμως η τελευταία κατάθεση ψυχής του ξανθού αφού για μια ακόμη φορά τίμησε τον λόγο του. “Θα μιλήσεις για όλα και για όλους”, του ζητήσαμε με τον Βασίλη και το τήρησε χωρίς υπεκφυγές και μισόλογα. Μίλησε για τους πάντες και τα πάντα σε 78 ηχογραφημένες ώρες που κράτησαν οι συζητήσεις μας και τις φυλάω ως ένα τελευταίο προσωπικό του δώρο, την κληρονομιά που άφησε όχι σε μένα αλλά σε όλο το ελληνικό μπάσκετ. Οργίστηκε, θύμωσε, μίλησε, μερικές στιγμές δάκρυσε στη διάρκεια εκείνων των συνεδριών. Ο δικός μου Γιάννης όπως τον ήξερα και όπως τον έχω θησαυρίσει στη μνήμη μου. Μόνο σε ένα ήταν ανένδοτος παρότι τον πίεσα στα…όρια. Δεν ήθελε να γραφτεί λέξη για το φιλανθρωπικό του έργο. Στα χωριά της Χαλκιδικής τον λάτρευαν και τον λατρεύουν μετά λόγου γνώσεως. Ήμουν αυτόπτης μάρτυς όταν γέμιζε το πορτ-μπαγκάζ του αυτοκινήτου του με τρόφιμα και τα μοίραζε σε φτωχές οικογένειες, ενώ πολλές φορές όταν μάθαινε ότι μια οικογένεια είχε προβλήματα φρόντιζε να την ενισχύσει οικονομικά. Αλλά δεν ήθελε ποτέ και πουθενά να γίνεται αναφορά. Αν είναι να μου θυμώσει για μια τελευταία φορά ας μου θυμώσει από εκεί ψηλά για αυτό το λόγο. Αλλά κάποιος πρέπει να το γράψει και συνήθως όσα τον τσάντιζαν τα έγραφε η αφεντιά μου. ”Δεν με πειράζουν αυτά που γράφεις γιατί σε αγαπάω. Γράφε ότι θέλεις. Αλλά τρελαίνομαι όταν έρχονται οι άλλοι και μου λένε είδες τι έγραψε πάλι το φιλαράκι σου”. Σαν να ακούω αυτές τις λέξεις τώρα στα αυτιά μου, λες και ξεκινάμε πάλι μια από εκείνες τις ατελείωτες και ατέρμονες τηλεφωνικές κουβέντες.
Αν ήταν να συνοψίσω τον Γιάννη Ιωαννίδη σε μια φράση θα δανειζόμουν μια του Οδυσσέα Ελύτη: ‘’Τα τρία Τ της επιτυχίας: Ταλέντο, τόλμη, τύχη’’. Τα διέθετε και τα τρία στη σωστή αλλά όχι ισόποση δοσολογία και για αυτό θα μείνει στην ιστορία του ελληνικού μπάσκετ ως ο απόλυτος νικητής. Ισως χρειαζόταν λίγο τύχη παραπάνω αλλά μιλάς σε προληπτικό άνθρωπο για τύχη; Ποτέ!
Ο Γιάννης δεν έφυγε. Είναι εδώ και θα είναι για πάντα όσο τουλάχιστον θα υπάρχουν άνθρωποι που θα τον θυμούνται και θα μνημονεύουν το πέρασμα του. Γιατί αυτή είναι η μοίρα των bigger than life. Και ο Γιάννης ήταν μεγαλύτερος, πολύ μεγαλύτερος από τα 78 χρόνια που έγραψε η κλεψύδρα του, από τα πρωταθλήματα και τα Κύπελλα που κέρδισε, τις περισσότερες από 650 νίκες που πέτυχε σε όλα τα επίπεδα που δούλεψε ως προπονητής.
Καλό ταξίδι ξανθέ, καλό κουράγιο Γιούλα και Ελένη-Θεοδώρα
ΥΓ Προφανώς και θα μπορούσα να γράψω όχι άλλες 1700 λέξεις αλλά ένα ολόκληρο βιβλίο για τον Γιάννη αλλά αφενός δεν έχω τη δύναμη και τη διάθεση, ούτε θέλω να σφετεριστώ τη μνήμη του. Ισως κάποια στιγμή στο μέλλον όταν με το καλό εκδοθεί η βιογραφία του να μην χρειάζεται κανείς από εμάς τους υπόλοιπους να προσθέσει μια παραπάνω λέξη. Αλλωστε ο ξανθός πάντοτε ήθελε να έχει την τελευταία λέξη μέσα και έξω από τα γήπεδα.