Ο Χρήστος Καούρης γράφει για το χθεσινό τέταρτο παιχνίδι μεταξύ Παρτίζαν και Ρεάλ το οποίο δεν έμοιαζε με κάνενα που έχε περιγράψει ποτέ.

Στην Stark Arena το σκηνικό ήταν τόσο συντονισμένο, που έμοιαζε απόκοσμο. Είκοσι χιλιάδες αμίλητοι άνθρωποι ντυμένοι στα μαύρα έτοιμοι να παρακολουθήσουν τον πιο σημαντικό αγώνα της πρόσφατης ιστορίας της Παρτίζαν και ενωμένοι σε ένα όρκο πένθους και τιμής: στο πρώτο ημίχρονο δεν θα ακουστεί η φωνή μας. Ο ήχος μας θα είναι το σφύριγμα, όταν παρουσιάζεται η Ρεάλ, όταν επιτίθεται. Το ποδοβολητό, η ανταμοιβή στους δικούς μας. Ό,τι παράγει το σώμα μας, αλλά όχι οι φωνητικές μας χορδές.

Στο μυαλό μου πέρασαν σαν αστραπή τα Διάφανα Κρίνα: «Ξέρω πως θα ‘ρθει και δεν θα ‘μαι όπως είμαι».

Πριν ακόμα το λεπτό σιγής, η Μπεογκράντσκα πλημμύρισε από χειροκρότημα βροντερό, λες και άνθρωποι προσπαθούσαν να ξορκίσουν με τα χέρια τους το κακό. Μου φάνηκε πως κράτησε μια αιωνιότητα, κανείς δεν ήθελε να σταματήσει. Λουλούδια στο παρκέ, δάκρυα στην κερκίδα. Από ατσάλι να είσαι, δεν μπορείς να μη σε διαπεράσει, το ξέρουμε, το Τέμπη είναι πολύ κοντά για να έχουν ξεθωριάσει.

Οι παίκτες του Ομπράντοβιτς κλονίστηκαν εξίσου. Έμοιαζε με σετ ταινίας, δεν μπορεί, κάπου κρύβεται ο σκηνοθέτης που θα φωνάξει “action” και αίφνης το γήπεδο θα ζωντανέψει. Την ώρα που ο Χάνγκα έπαιζε, ο Λεσόρ και οι υπόλοιποι δεν μπορούσαν να ξεφορτωθούν από πάνω τους την αίσθηση του ανοίκειου. Όταν η Ρεάλ είχε τη μπάλα, κοσμοχαλασιά από σφυρίγματα που τρύπαγε τα αυτιά. Σαν την έπαιρνε η Παρτίζαν, ο αόρατος μαέστρος σήκωνε τη γροθιά και στην αρένα έπεφτε νεκρική σιγή. Αδύνατον να κάνω μετάδοση της προκοπής, αισθανόμουν λες και κάποιος έκανε ένα απαίσιο πείραμα και όλοι μας ήμασταν τα πειραματόζωα. Που είναι η στάθμη της φωνής, πόσο φτάνει το χαλινάρι του πένθους, πως θα χωρέσω το σεβασμό στο παιχνίδι μέσα σε όλο αυτό. Το ποδοβολητό έφτανε στα αυτιά μου υπόκωφο, απειλητικό, κάθε φορά ανατρίχιαζα λες και ερχόταν από τον Άδη.

Στη δεύτερη περίοδο Σέρβοι, Αμερικανοί, Αυστραλός και Έλληνας βρήκαν περπατησιά, περιόρισαν την αιμορραγία, το έφεραν στα ίσα. Η φωνή της κερκίδας επανήλθε στο ημίχρονο και ήταν λες και γύρισε το ρεύμα μετά από μπλακ άουτ, η Παρτίζαν αναθάρρησε και πήρε κεφάλι, όμως ήταν φανερό πως η ορμή της περασμένης εβδομάδας είχε φύγει. Ο Πάντερ δεν ήταν εκεί, ο Έξουμ χωρίς τη σιγουριά του καθαρόαιμου που πατάει κι εξαφανίζεται, τα σχήματα μπερδεμένα κι ένας μπαμπούλας από το Κάπο Βέρντε στο κέντρο του κόσμου, σαν μαύρη τρύπα που αν την πλησιάσεις εξαφανίζεσαι.

Η Ρεάλ ούτε που πίστευε στην τύχη της. Ετοιμόρροποι ήταν, με έναν κανονικό σέντερ, έναν πάουερ φόργουορντ που δεν θυμίζει πια αθλητή (Ράντολφ) και έναν αθλητή που ο προπονητής δεν εκτιμά σαν πάουερ φόργουορντ (Κορνελί). Ετοιμόρροποι, αλλά η Παρτίζαν έπρεπε να ρίξει την τελευταία κολώνα: τον Έντι Ταβάρες που σε δύο τρεις ημέρες μέσα συγκέντρωσε 71 βαθμούς αξιολόγησης, λες και έπαιζε άνδρας με παιδιά. Κάπως έτσι ήταν, απλώς ήταν κύκλωπας με ανθρώπους. Ο Νάναλι και ο Έξουμ βρήκαν τη μέρα να βραχυκυκλώσουν και να σουτάρουν άσφαιρα (3/21), ο Αβράμοβιτς ήταν ντυμένος με πολιτικά στον πάγκο, η ρέντα των Σμάιλαγκιτς και Μαντάρ είχε τελειώσει στο Game 3. Έμειναν ο Ζακ Λεντέι, Γουόλτερ Μπέρι των 20’s και ο Ιωάννης Παπαπέτρου να τους κρατούν όρθιους, περιμένοντας έναν, έστω έναν να ακολουθήσει – θα αρκούσε, αλλά δεν ήρθε ποτέ. Στον κατάλογο των ατελείωτων αστερίσκων της σειράς προστέθηκε ο τραυματισμός του Γκάμπι Ντεκ, λες και το κάρμα έπρεπε να εξισορροπήσει αυτόν του Αβράμοβιτς.

Τα λευκά ζόμπι της Μαδρίτης επιβίωσαν από το infierno, την κόλαση του Βελιγραδίου για την οποία έγραφε η Marca. Ο Πάντερ μάζεψε κοντά τους συμπαίκτες του λίγο πριν αυτοί αποχαιρετήσουν για τελευταία φορά φέτος την αρένα τους για ευρωπαϊκό παιχνίδι, να κρατήσουν το κεφάλι ψηλά.

Την Τετάρτη θα παιχτεί το τελευταίο επεισόδιο της σειράς. Αυτής που ξεκίνησε με εκτυφλωτικό μπάσκετ, λερώθηκε με μπουνιές και λαβές, αλλοιώθηκε με ποινές αμφισβητήσιμες και από παντού διάτρητες και στην πορεία έγινε νεκρώσιμος ακολουθία, ανατριχίλα και δάκρυ.