Ο Χρήστος Καούρης επέστρεψε από το Βέλγιο και εξιστορεί πως η Εθνική πέταξε από το Μονς ως την Άπω Ανατολή.

Το Μονς δεν έχει τρίτους ορόφους. Μικρά σπίτια χτισμένα με κόκκινο τούβλο, γειτονιές που μου θύμιζαν το Μπέρμιγχαμ.  Διασχίζοντας με το αυτοκίνητο την οδό των εργοστασίων που δεν υπάρχουν πια από τους βομβαρδισμούς του Β΄ Παγκοσμίου, καθ΄ οδόν για το γήπεδο, θα ορκιζόμουν ότι είδα τον Άρθουρ Σέλμπι των Peaky Blinders να μπαίνει σε ένα από αυτά. Μάλλον θα έφταιγε το ομιχλώδες, υγρό σκηνικό. Στο δρόμο βρήκαμε δυο τρεις πινακίδες που απαγόρευαν την πορεία μας για την αρένα, από αυτές που το gps δεν μπορεί να προβλέψει. «Προχώρα, πέρνα από δίπλα», μουρμούρισε ο Καρύδας από τη θέση του συνοδηγού. Ένευσα, αφού ήμασταν χωρίς να το πούμε στο ίδιο μήκος κύματος.

«Απόψε πρέπει να φτάσουμε στον προορισμό. Με οποιονδήποτε τρόπο. Από οποιονδήποτε δρόμο».

Που να ξέραμε πως η Εθνική θα έβρισκε, όπως μερικές φορές βασανιστικά επιλέγει, τον πιο ψυχοφθόρο. Πρώτο ημίχρονο, κόπια Ηρακλείου. Η τακτική – πλην Ομπασοχάν – είχε πετύχει, όμως ο ασθενής παρέμενε κλίνήρης και κινδύνευε ανά πάσα στιγμή να επιδεινωθεί, αν οι Βέλγοι περιόριζαν ελάχιστα τον ορυμαγδό λαθών του πρώτου μέρους. Δεκαεπτά. Και κερδίζουν. Δεκαεπτά και χάνουμε. Όποιος εκείνη την ώρα δήλωσε αισιόδοξος, να σηκώσει το χέρι. Δύο τύποι καθισμένοι στις θέσεις της τηλεοπτικής μετάδοσης δεν ήταν ανάμεσά τους.

Τις προηγούμενες ημέρες η περόνη του Δημήτρη Ιτούδη απείχε ένα φύσημα από το να πεταχτεί. Μία ομάδα τότε, άλλη μετά, απουσίες εντός και εκτός προγράμματος, politics και ένα ματς ζωής  και θανάτου. Ο θυμός είχε ενεργοποιήσει το πείσμα. Όσοι είμαστε. Όπως μπορούμε. Πέντε «Ευρωλιγκάτοι», επτά ρέγκιουλαρ, ζοφός και σιχαμάρα, οι μεν και οι δεν, τάχα μου. Το ρόστερ του Ηρακλείου αισθάνθηκε την πίεση. Ένιωσε προσβεβλημένο, κι ας μην το πει κανείς τους ποτέ. Να είσαι ρεζέρβα και αναλώσιμος, εντάξει. Να περιμένεις ποιος θα έρθει για να σου φάει τη θέση και να πεις και ευχαριστώ, μάλιστα. Αλλά να προσωποποιήσεις όλα τα στραβά του ελληνικού μπάσκετ σε ομάδες πέντε ημερών και μίας χρήσης, σόρι, πάει πολύ.

Πίσω στο ματς. Γυρίζουμε από τα αποδυτήρια, αποχαιρετάμε τον Μποχωρίδη πριν το καταλάβουμε. Ο κόουτς αλλάζει την άμυνα στον Ομπασοχάν, ο Λούντζης με τον Καλαϊτζάκη γίνονται πεινασμένα τσακάλια της μπάλας. Πάμε μια φορά στον αιφνιδιασμό, παίρνουμε κουράγιο. Και μετά αναλαμβάνει ο «δεν τους βλέπω».

Ένα, δύο, τρία, τέσσερα τρίποντα, ο Λαρεντζάκης τα βάζει όλα. Καβαλάμε το κύμα, 7 πάνω, η Σερβία μόλις κέρδισε, προχωράτε, μην το κάνετε ντέρμπι. Ο Λούντζης έχει γίνει σιαμαίος με όποιον μαρκάρει, αλλά ο ενθουσιασμός μας παίρνει μαζί. Τεχνικές ποινές, βιασύνη, ντέρμπι. Παίζουμε με έξι το δεύτερο ημίχρονο, ο Τσαλμπούρης χωρίς ανάσα, Μπάκο-τερμα στην άμυνα και ό,τι μπορεί να βάλει μπροστά. Ο Καλαϊτζάκης δίνει πολύτιμες ανάσες στον Νικ για να βγάλει ενεργειακά την τελική ευθεία.

Δεν το κλείνουμε το ματς, καίμε καυσαέρια, όχι βενζίνη. Ούτε το μεγάλο σουτ μπαίνει, ούτε ο Καλάθης μπορεί να περάσει τον Μπάκο και να φτιάξει ρήγμα. Ο Ομπασοχάν διαβάζει έστω καθυστερημένα την άμυνα και με ασίστ και πόντους απειλεί με το ματς στον πόντο. Βγάζουμε άμυνες, αλλά μπροστά ασθμαίνουμε. Οι μυστήριοι διαιτητές δίνουν το δικό τους αγώνα, σωστά και λάθη, φλόπινγκ σωστά  τεχνικές ποινές στον πάγκο για χειροκρότημα.  Δύσκολο ματς, το κάνουν δυσκολότερο χωρίς λόγο. Ή μάλλον για τον συνηθισμένο λάθος λόγο: για να αποδείξουν την παρουσία τους.

Το ’94 στο Τορόντο, ανήμερα του αγώνα με τον Καναδά, αντιπροσωπεία ομογενών επισκέπτεται την εθνική ομάδα την ώρα που οι παίκτες παίρνουν το πρωϊνό τους. «Σας παρακαλούμε, κερδίστε αυτό το παιχνίδι. Να πάμε αύριο στις δουλειές μας και να τους πούμε σας κερδίσαμε. Να μην ζήσουμε άλλη ντροπή όπως αυτή του ποδοσφαίρου». Ο Φάνης πήρε τον Ρικ Φοξ και του έραψε κουστούμι. «Βρε τι μου λες τώρα για Λέικερς και ΝΒΑ. Θα τον φάω». Στο πρώτο φάουλ που του έκανε, του χτύπησε τα χέρια και κόντεψε να τον στείλει για ακτινογραφίες. «Θα του τα σπάσω», γάβγισε στον ελληνικό πάγκο.

Σχεδόν 30 χρόνια αργότερα ο Λαρεντζάκης έμεινε μπροστά τον Ομπασοχάν με το ρολόι να έχει μια ντουζίνα δευτερόλεπτα. No pasaran Κυθνιώτικο, από εδώ δεν περνάς, δοκίμασε ό,τι σου κατεβαίνει. Στρίψε, περιστρέψου, μπροστά σου θα είμαι. Θα βάλω το κορμί, να με κεράσει ο Ιτούδης.

Την ώρα που όλοι κοιτάμε που θα πάει η μπάλα με την καρδιά να έχει χάσει ήδη ένα χτύπο, ένας περίεργος σφυρίζει επιθετικό φάουλ με τον επιτιθέμενο περικυκλωμένο από τρεις, μιλάμε για παγκόσμια πρωτοτυπία. Στις τυπικές φάσεις που κανείς καταπίνει τη σφυρίχτρα, κάποιος κάνει φρου και μας διώχνει οριστικά το άγχος, αν ο Ομπασοχάν θα σημάδευε με κάποιον παρανοϊκό τρόπο σωστά γύρω από ένα δάσος από γαλανόλευκα χέρια ή αν υπήρχε χρόνος για κάποιο φόλλου.

Λήξη, κουβάρι όλοι. Σιγά μην κρατιούνταν οι εκδρομείς από τις Βρυξέλλες και αλλού, πελαργοί και λοιπά αποδημητικά πτηνά, μπούκαραν όλοι μέσα. Δεν ήταν μετάλλιο, αλλά με κάποιο τρόπο ήταν. Αν μέναμε εκτός Παγκοσμίου, το ελληνικό μπάσκετ θα καταδικαζόταν σε διεθνή καραντίνα δύο ετών και πιθανότατα θα αποχαιρετούσε πρόωρα παραπάνω από έναν πιστούς στρατιώτες. Ο Καρύδας βάφτισε το Μονς νέο Εκεντρεβίλ -κάτι ξέρει. Ο Βαγγέλης Λιόλιος προαναγγέλλει μετωπικές αλλά δεν ανοίγει τα χαρτιά του. Ο Παπανικολάου μιλάει για παίκτες – λάστιχο.

Τσιμπάμε κάτι σε έναν Τούρκο κεμπαμπτζή που υποδέχεται τους ξενύχτηδες και τους μεροκαματιάρηδες δίπλα στον φουτουριστικο, υπό κατασκευή σιδηροδρομικό σταθμό και τραβάμε για τα επινίκια στο ξενοδοχείο της Εθνικής. Ο εξατμισμένος ιδρώτας έχει οσμή ανακούφισης, τα ποτήρια με το κρασί υψώνονται και ένας πονηρός Ισπανός μετρ, παντρεμένος με Ελληνίδα, βάζει το Ζορμπά στα ηχεία και δυναμώνει την ένταση. Ο Ιτούδης ξεκινά τα παλαμάκια, αλλά κανείς δεν έχει κουράγιο να στήσει χορό. Κάπου εκεί βλέπουμε πως τα τελικά του Παγκοσμίου είναι στη Μανίλα – κανείς δεν το είχε κοιτάξει, οι περισσότεροι νομίζαμε πως θα ήταν στο Τόκιο.

Την επόμενη ημέρα η ομάδα σκόρπισε. Μόναχο, Σεβίλλη, Πέζαρο, Κωνσταντινούπολη, Θεσσαλονίκη, Αθήνα, όπου γης και πατρίς. Αποκοιμήθηκα κατάκοπος στην τρίωρη πτήση της επιστροφής και ονειρεύτηκα την Άπω Ανατολή.