Ο Χρήστος Καούρης αποθεώνει την προσωπικότητα του Δημήτρη Ιτούδη και κοιτάζει με αισιοδοξία το μέλλον της Εθνικής όσο βρίσκει από τον πάγκο της βοήθεια όπως αυτή των Παπαπέτρου και Λαρεντζάκη.

Για τριάντα λεπτά η εθνική Ελλάδας αισθανόταν ότι έπαιζε απέναντι σε ρομπότ, όχι Τσέχους μπασκετμπολίστες με σάρκα και οστά. Οι τύποι ήταν ήρεμοι σαν εγκεφαλικό και τακτικά προσηλωμένοι λες και έκαναν προπόνηση σε κλειστό της Πράγας και όχι σε νοκ άουτ αγώνα του Ευρωμπάσκετ. Το διάβασμα της ελληνικής άμυνας είχε ακρίβεια χειρουργείου: 16 ασίστ στο ημίχρονο για 45 πόντους. Ο Βέσελι πλήγωνε από τα 4-5 μέτρα, τα 2v2 είχαν ζηλευτό συγχρονισμό, τα κοψίματα αρμονία, οι σουτέρ αυτοπεποίθηση, ο δεινόσαυρος Μπάλβιν στη σκληράδα να τιμωρήσει με επιθετικά ριμπάουντ. Όλα γύριζαν γύρω από τον μετρονόμο Σατοράνσκι.

Στην πίσω πλευρά η μακιαβελική τους προσέγγιση δε μεταβάλλονταν ο κόσμος να χαλούσε. Ο Νικ κρατούσε την Ελλάδα όρθια, αλλά τα τσεχικά βλέφαρα δεν τρεμόπαιζαν καν. «Ο Γιάννης έχει 1/6, ο Ντόρσεϊ είναι εκτός αγώνα. Τις λόμπες και τις μπακ ντορ του Νικ τις απαγορέψαμε. Για μπούκες ούτε λόγος, δεν υπάρχει χώρος. Ανοιχτό γήπεδο δεν υπάρχει πουθενά και κάθε χαμένο ελεύθερο σουτ από τη γωνία κάνει το επόμενο δυσκολότερο. Ζώνη ή μαν του μαν, εμείς θα μικρύνουμε το γήπεδο. Και αν μπορείτε εσείς ανοίξτε το».

Ο Ντουέιν Γουέιντ έχει πει ότι προτιμούσε πάντα το μαρκαρισμένο σουτ από το ελεύθερο. «Με ένα χέρι μπροστά μου μπορώ να υπολογίσω ακριβώς την καμπύλη που χρειάζομαι για να πάει μέσα», είχε πει. Τα ελληνικά σουτ ήταν – τα περισσότερα – μπροστά σε ξεδιάντροπες από τον κοντινότερο αμυνόμενο αποστάσεις, τόσο που σε κάμποσα από αυτά κανείς δεν έκανε καν τον κόπο να τρέξει προς τον σουτέρ: δεν υπήρχε καν λόγος.

Δεν ήταν θέμα άγχους, πρόσθετου βάρους του φαβορί, σημασίας ενός νοκ άουτ που σε στέλνει σπίτι αν πάει στραβά. Η Εθνική ήταν συγκεντρωμένη, όμως είχε απέναντι της πιθανότατα την πιο άρτια τακτικά ομάδα του τουρνουά, αυτή που φαινόταν αδύνατο όχι να πανικοβάλλεις, αλλά έστω να ταρακουνήσεις. Και έπρεπε να βρει λύσεις αν ήθελε να προλάβει το τρένο των οχτώ.

Για καλή της τύχη, στην άκρη του πάγκου είχε έναν άρτιο τακτικιστή που δε φοβήθηκε να παίξει.

Ο Δημήτρης Ιτούδης είδε τo αρχικό πλάνο σχεδόν να κατατροπώνεται, αφού η ελληνική ομάδα δεν είχε απαντήσεις στο τσέχικο pick n roll. Άλλαξε τρεις φορές την αμυντική του προσέγγιση, θυσίασε τον Παπαγιάννη, μετακόμισε τον Γιάννη στο «5», έδωσε το «4» στον Παπαπέτρου αφού από εκεί πέρασαν αναποτελεσματικά Θανάσης και Αγραβάνης. Άφησε στον πάγκο τον Καλάθη όταν είδε ότι το δίδυμο με τον Σλούκα δε λειτουργούσε και έστειλε στο παρκέ τον 10ο παίκτης της ομάδας, τον Γιαννούλη Λαρεντζάκη, γιατί το ματς κραύγαζε για κάποιον που θα κυνηγούσε σαν σκύλος στην άμυνα και θα σούταρε σαν να μην έβλεπε κανέναν στην επίθεση. Προσοχή, όχι τον Ντόρσεϊ, τον κίλερ που έδωσε ένα σωρό παραστάσεις στο Μιλάνο. Τον Γιαννούλη Λαρεντζάκη. Γιατί η τεχνική επάρκεια μπορεί να είναι ένα πράγμα, αλλά η προσωπικότητα, οι παραστάσεις, το ένστικτο, η ηρεμία και η τόλμη συχνά είναι η διαφορά ανάμεσα στην επιτυχία και την αποτυχία.

Αίφνης ο Κώστας Παπανικολάου είδε δίπλα του αυτούς με τους οποίους θα μπορούσε να συμμαζέψει την άμυνα, να της δώσει νεύρο, μέγεθος και ένταση. Το συγκοινωνούν δοχείο έφερε αναμενόμενα αποτελέσματα και στην άλλη πλευρά, με τον Ιωάννη να δίνει πλάτος στην επίθεση παρότι σχετικά άστοχος και τον Λαρεντζάκη να αναγγέλλει την είσοδο του στο παιχνίδι με ψυχρό τρίποντο. Ο Ιτούδης είχε βρει πια τη λύση, αλλά τα εκνευριστικά ρομπότ από την Τσεχία ήταν ακόμα εκεί, στο ίδιο μοτίβο, με την ίδια συγκέντρωση, είτε πέντε πάνω, είτε επτά πίσω. Τα νοκ άουτ δε χωρούν Ουκρανία, να διαλυθούν στο πρώτο γερό φύσημα όπως στο Μιλάνο.

Ο Γιάννης Αντετοκούνμπο είχε 0/6 τρίποντα όταν χαμήλωσε με αυτόν τον αφύσικο, σχεδόν υπερφυσικό τρόπο που διαθέτει για παίκτη του δικού του μεγέθους. Έκανε μια ντρίμπλα ανάμεσα στα πόδια σαν γκαρντ, μάζεψε την μπάλα στα πελώρια χέρια του και ευθυγραμμίστηκε με το αντίπαλο καλάθι, σαν μεσαιωνικός trebuchet αποφασισμένος να ρίξει το τείχος.

Bang.

Λίγο αργότερα το κράκεν κάρφωσε μια μπάλα στον αποκαμωμένο Μπάλβιν, χλάτσωσε ένα ακόμα τρίποντο, έστειλε τους υπέροχους Τσέχους πίσω στην Πράγα και έβαλε τέλος στην ημέρα που έμοιαζε αφιερωμένη στη σφαγή των φαβορί. Του πήρε 20 λεπτά να διαβάσει την άμυνα, έχασε ώρες – ώρες την πνευματική μάχη, ξέχασε για ώρα τη μέση απόσταση και βάλθηκε να απαντήσει στην πρόκληση: όλα αυτά θα είναι τροφή για σκέψη ενόψει της ποιοτικότερης, ενθουσιώδους και γηπεδούχου Γερμανίας που μας περιμένει την Τρίτη.

Από την ευφορία μιας εύκολης 15άρας, προτιμώ χίλιες φορές τη χθεσινή μάχη, αυτή που σε βάζει να κοιτάξεις μέσα σου, να βγεις από την πεπατημένη και να ανακαλύψεις μέσα στο ματς τον τρόπο να κερδίσεις.

Los geht’s, χερ Σρέντερ. Είμαστε έτοιμοι.