Αδυνατώ ακόμη να συγκεντρωθώ. Και να γράψω. Για να γράψεις, πρέπει πρώτα να έχεις ήδη γράψει άλλωστε. Κι εγώ δεν έχω εγγράψει το παραμικρό. Ανήμπορος. Μάταιος κόπος.
Πέρασαν πέντε ολόκληρα χρόνια. Και νομίζω ότι στο αεροδρόμιο θα τον συναντήσω. Την τελευταία φορά, εκεί «τρακάραμε». Αγκαλιές, φιλιά. Χαθήκαμε. Όποτε μπαίνω στο αεροδρόμιο, ανατριχιάζω. Προσμένω μια συνάντηση ακόμη. «Δεν μπορεί, από κάπου θα ξεπροβάλει, αγέρωχος» λέω και κλαίω. Δε γίνεται να έφυγε. Περιμένω σε μια γωνία τη μορφή του. Την πλάκα του. «Ρε μαλάκα, πάλι με εμένα θα ασχοληθείς, δεν έχει νέα παιδιά, πάρτο απόφαση, εγώ σχόλασα» μονολογούσε, με έβριζε, αρπαζόμαστε, όλα καλά. «Ανκόνα, Μπάρι Πρίντεζι» έλεγε στην Έλενα και γέλαγε. Κοινώς, με αυτό το δρομολόγιο μπλέξαμε!
Αδυνατώ ακόμη να συγκεντρωθώ. Σκέψεις σκόρπιες ανά τακτά διαστήματα με κατακλύζουν. Πέρασαν πέντε ολόκληρα χρόνια για να (πω ότι θα) γράψω.
Για το πρώτο ταξίδι στην Ορεστιάδα. Για την πρώτη γνωριμία με τη βολεϊκή μητρόπολη (και την αυτονόητη αντίδραση των φίλων από τον Κολωνό). Για την πρώτη επαφή με τον «αετό». Ήταν σήμα κατατεθέν. Της πόλης και του αθλήματος. Ορεστιάδα σημαίνει καθήκον, πίστη, απέραντη αγάπη.
Από εκεί, τη βορειότερη και νεότερη ελληνική πόλη, βγάλαμε για πρώτη φορά στην ελληνική τηλεόραση μετάδοση με επίγεια μέσα. Αγωνία, άγχος, αϋπνία μετά από οδική προσέγγιση της πόλης, 1.000 χιλιόμετρα μακριά από την Αθήνα!
Βλέπω τη φωτό της συνέντευξης. Κάθεται δίπλα μου. Τι να ρωτήσω; Ένα παλικάρι δυο μέτρα, παικταράς. Η Ορεστιάδα τότε, τη δεκαετία του 1990, ήταν στο απόγειο. Μάθαμε τα Δίκαια, το Ορμένιο, τη Νέα Βύσσα, το τριεθνές, πήγαμε στην Ανδριανούπολη, μα πάνω από όλα μάθαμε τον Νικόλα! Πέρασαν πέντε χρόνια, σαν χθες…
Ο Νίκος Σαμαράς έφτασε πολύ ψηλά, έφτασε στον ουρανό. Πολύ νωρίς. Για να μας κάνει πλάκα. Να μας τσεκάρει. Δεν θέλει επικήδειους ο «αετός». Θυμάμαι σαν τώρα τον Ανδρεόπουλο δίπλα μου στο Ρέντη, μετά το θάνατο του Νίκου, να μιλάει για τον φίλο του χαμογελαστός. Γέλαγε.
Ο Νίκος είχε το ταλέντο που δεν διέθετε κάποιος άλλος! Αλλά «βρε άνθρωπε, πάρε αυτά που σου αναλογούν βάσει των κόπων σου, αδικείσαι» του έλεγα για να ανάψει η συζήτηση. Με τον Νίκο, τον Μάριο, τον Δημήτρη, τον Άκη, τον Θανάση, τον Ανδρέα, τον Γιώργο, τον Σάκη μεγαλώσαμε. Μάθαμε. Γελάσαμε. Κλάψαμε. Ζήσαμε μαζί. Ταξιδέψαμε. Γίναμε φίλοι. Πανηγυρίσαμε.
Θέλαμε κι άλλο όμως. Να πανηγυρίσουμε. Γιατί τα παιδιά αυτά, δεν έκαναν διακοπές, πήγαιναν στην εθνική μετά το φινάλε των συλλογικών υποχρεώσεων, έκαναν πολύμηνες προετοιμασίες και έπαιζαν σε μεγάλα τουρνουά. Δεν πανηγύρισαν αυτό που άξιζαν. Βάσει αυτού που δούλεψαν. Έκαναν πολλά, δεν έκαναν τα πολλά περισσότερα που μπορούσαν και έπρεπε να κάνουν. Έπρεπε. Ποιος το λέει το έπρεπε;
Ο Νίκος ήταν ικανοποιημένος. Έβαλε τέρμα. Λες και ήξερε ότι έπρεπε να ζήσει πολλά και γρήγορα. Αρπάχτηκε. Με τα κακώς κείμενα. Δεν ήταν δημόσιος υπάλληλος. Μπορούσε όμως να κάνει εξαιρετικά τον δημόσιο υπάλληλο και να αφήσει σύξυλους συμπαίκτες και προπονητές, όταν οι ειδήμονες τον έθιγαν! Τον ενοχλούσαν πολλά. Τα είχαμε κουβεντιάσει τα περισσότερα.
Γενικώς, «έφευγε». Από ομάδες και όχι μόνο. Ήταν «αετός». Άνοιγε τα χέρια και αντίο. Έκανε πλάκα, γέλαγε με την καρδιά του, τα τελευταία χρόνια με τον δημιουργικό οίστρο στη Λήμνο χαλάρωσε και με την βολεϊκή πλακίστα στο Μίλωνα δοκίμαζε κρασιά ως σούπερ Γάλλος γευσιγνώστης, με τα φιλαράκια του.
Πέρασαν πέντε χρόνια, σαν χθες, σαν ψέμα. Και το ψέμα της φυγής του δε λέει να τελειώσει. Κάναμε μετάδοση και είπαμε για «θάνατο του Νίκου Σαμαρά». Κάναμε εκπομπή και κλαίγαμε. Τι να πιστέψεις. Δεν υπάρχουν λόγια. Για έναν δίμετρο αθλητή της κλάσης του, που δεν έπινε, δεν κάπνιζε, που όριζε τη λέξη υγεία! Κι όμως…
Όλα κύριε Νίκο είναι εδώ, όπως τα άφησες εσύ κι όπως τα ξέρεις…
Τιμάμε ακόμη την εθνική του 1987, όπως της πρέπει και αξίζει και ακούμε κάθε χρόνο τα παιδιά αυτά να περιμένουν διαδόχους στην επιτυχία τους…
Περιμένουμε ακόμη μια μεγάλη διάκριση για ένα άθλημα που φυτοζωεί και θεωρεί διάκριση την αποτυχία για να δικαιολογήσει την προσπάθεια από τα πριν…
Ψάχνουμε ακόμη να βγάλουμε άκρη με τη μιζέρια των ανώνυμων που κάνουν τους επώνυμους και χτυπάνε το χέρι στο τραπέζι σε αυτούς που ξέρουν και μένουν απ’ έξω…
Δεν έχουμε λεφτά για να δικαιολογήσουμε την ανυπαρξία μας εδώ και χρόνια, αλλά μιλάμε πολύ για πολλούς και πολλά…
Δεν έχει αλλάξει κάτι ρε φίλε, μόνο τα χρόνια αλλάζουν και οι άνθρωποι. Όλα κύριε Νίκο είναι εδώ, όπως τα άφησες εσύ κι όπως τα ξέρεις…
Πέρασαν πέντε χρόνια από την απουσία σου. Κι εγώ περιμένω ακόμη να έρθεις στο στούντιο για μια εκπομπή για πάρτη σου με τον Παντελή, περιμένω ακόμη να κάνουμε μαζί μια μετάδοση, όπως μου το είχες υποσχεθεί για να θυμηθούμε τα παλιά, περιμένω ακόμη να κουβεντιάσουμε για βόλεϊ, να σε αποθεώσω, να με βρίσεις, να γελάσουμε. Να ζήσουμε…
Όλα κύριε Νίκο είναι εδώ, όπως τα άφησες εσύ κι όπως τα ξέρεις, από της λύπης τον καιρό…