Τι ακριβώς προσπαθούσαν οι πράσινοι δύο χρόνια τώρα, όσα ο Δημήτρης Γιαννακόπουλος απείχε από τα διοικητικά δρώμενα της ομάδας; Να φτιάξουν μια αξιόμαχη ομάδα με έμφαση στην ανάδειξη Ελλήνων παικτών που θα έδιναν όραμα για το μέλλον. Ένα σύνολο που θα σεβόταν τις βασικές αρχές του παιχνιδιού και θα ήταν ανταγωνιστικό παρότι ο δείκτης ποιότητας του δεν θα βρισκόταν κάτω από το μέσο όρο, ρίχνοντας τη βάση στην άμυνα και στην αυταπάρνηση.
Οι δύο τελευταίες προτάσεις περιγράφουν απόλυτα τον Ερυθρό Αστέρα της προηγούμενης σεζόν, αλλά όχι μόνο αυτής. Όποιος αντιμετώπισε πέρσι την ομάδα του Βελιγραδίου ήξερε πως θα μπλέξει με έναν άσχημο μπελά: η παρέα του Κάλινιτς χαμήλωνε το ρυθμό μέχρι παρεξηγήσεως, σούταρε ελάχιστα τρίποντα, πόσταρε όποτε είχε το παραμικρό πλεονέκτημα και κυρίως έδερνε στο όριο του φάουλ από το πρώτο ως το τελευταίο λεπτό. Η συνταγή μπορεί να μην έφτανε για να φέρει τον Αστέρα ως τα πλεί-οφ, όμως κάτι τέτοιο θα ήταν μπασκετικό θαύμα σε μια ομάδα που είχε όλο κι όλο έναν ξένο πρωταγωνιστή (Γουόλτερς) και δύο συμπληρωματικούς (Γουάιτ, Χόλιντς). Όμως οι Σέρβοι ήξεραν καλύτερα από τον καθένα στην Ευρωλίγκα να κάνουν τον αντίπαλο να φάινεται μία, πολλές φορές και δύο κλάσεις πιο κάτω από ότι είναι, κοντολογίς να τον φέρνουν στα μέτρα τους και συχνά να τον κερδίζουν.
Έτσι, η επιλογή του Αργύρη Πεδουλάκη να βάλει στην κορυφή της λίστας του τον Μαυροβούνιο είναι απολύτως λογική, ανεξάρτητα από την διαφαινόμενη επαναδραστηριοποίηση του ιδιοκτήτη της ομάδας. Η πιθανότητα μεγαλύτερης οικονομικής άνεσης από το συχνά ασφυκτικό «έσοδα-έξοδα» θα δώσει το περιθώριο να διορθωθούν πιθανές ανορθογραφίες χωρίς να χρειάζεται να παίρνονται συνεχώς ρίσκα με παίκτες – στοιχήματα, όμως ο Παναθηναϊκός δεν παύει να χρειάζεται ένα ολικό restart.
Περίπου όπως το 2012, όταν ο ίδιος ο Πεδουλάκης βρήκε μια ομάδα με δύο συμβόλαια και κατάφερε να φτιάξει ένα αμυντικό άρμα μάχης που έφτασε ένα παιχνίδι μακριά από το φάιναλ φορ και πήρε το πρωτάθλημα από τον πρωταθλητή Ευρώπης Ολυμπιακό με 3-0.
Ο Ράντονιτς είναι ο τυπικός Βαλκάνιος old school προπονητής, εμποτισμένος με τις επιρροές της γιουγκοσλαβικής σχολής. Δεν είναι πολύ μακριά από την πραγματικότητα να πει κανείς πως προπονητικά μοιάζει πολύ με τον τεχνικό διευθυντή του Παναθηναϊκού: αμφότεροι εκτιμούν το post παιχνίδι ως πηγή δημιουργίας και ανισορροπίας της αντίπαλης άμυνας, προκρίνουν την σκληράδα ως βασικό συστατικό της επιτυχίας, δεν έχουν ενδοιασμούς στο να ρίξουν στη μάχη νεαρούς ντόπιους αν δουν πως είναι διατεθειμένοι να θυσιάσουν το κορμί τους. Μια άλλη σύγκριση που μπορεί να γίνει σε επίπεδο στυλ και φιλοσοφίας είναι με τον Γιάννη Σφαιρόπουλο, άλλο έναν ελεύθερο προπονητή που έχει την τεχνογνωσία να βάζει τάξη και αρχές σε μια ταλαιπωρημένη ομάδα, όπως έκανε στη Μακάμπι.
Είναι γοητευτικό το μπάσκετ του Ράντονιτς; Όχι φυσικά, ας είμαστε ειλικρινείς. Ο Μαυροβούνιος απέτυχε να ανεβάσει επίπεδο την Μπάγερν φέρνοντας στο Μόναχο όχι τη συνταγή του Αστέρα, επιβράδυνε το παιχνίδι και πιθανότατα δεν ταίριαξε με το περιβάλλον: ο Ντέρικ Γουίλιαμς, ο Γκρεγκ Μονρό ήταν λαμπερές μεταγραφές, αλλά όχι παίκτες του προπονητή. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Μαυροβούνιος αγάπησε περισσότερο τον Μπάρτελ – με αυτόν ο Γερμανός πήρε μεταγραφή για την Φενέρμπαχτσε.
Όμως ο Παναθηναϊκός δεν έχει ανάγκη αυτή τη στιγμή από το γοητευτικό, θεαματικό μπάσκετ που χάνει. Μετά από δύο χρόνια μπασκετικής ανορθογραφίας που ξεκινούσε αλλά δεν τελείωνε στην θεόρατη τρύπα του «1», το τριφύλλι χρειάζεται όσο τίποτα να βάλει ξανά σταθερές στο παιχνίδι του, να αποκτήσει ορισμένη ταυτότητα και να επιτρέψει στους παίκτες να δουλέψουν υπό σταθερές συνθήκες και όχι με δύο προπονητές κάθε σεζόν. Συν τοις άλλοις, κανείς πρέπει να έχει υπόψιν του την αγορά πριν ζητήσει τον ουρανό και τα άστρα. Οι πράσινοι θα ήθελαν πολύ τον Δημήτρη Ιτούδη ή τον Τσάβι Πασκουάλ, όμως το status τους αυτή τη στιγμή δεν επιτρέπει τέτοιες ονειροβασίες. Η εναλλακτική θα μπορούσε να είναι ο Αντρέα Τρινκέρι, όμως ο Ιταλός δεν θα το κουνήσει από το Μόναχο παρά μόνο για μία ομάδα που έχει φιλοδοξίες φάιναλ φορ.
Ο Ράντονιτς θα βρει, αν τελικά συμφωνήσει, δύο τοπ Έλληνες παίκτες που του ταιριάζουν, θα αξιοποιήσει (όπως πάντα έκανε με τους σέντερ) τον Παπαγιάννη, θα αγαπήσει το αμυντικό φίλτρο του Σαντ-Ρος και θα βρει εύκολα κώδικες επικοινωνίας με τον Νέμανια Νέντοβιτς – δεν είναι και λίγα για αρχή. Αυτό όμως που θα χρειαστεί ο 52χρονος κόουτς είναι βοήθεια στο επίπεδο των μεταγραφών. Ενώ είναι ένας συμπαγής προπονητής, δεν έχει τη φήμη του σπουδαίου recruiter, αυτού που θα ανακαλύψει διαμάντια πριν τους υπόλοιπους. Συνήθως προτιμά τις «σίγουρες» επιλογές και όχι τα ρίσκα. Αν το front office μπορεί να καλύψει αυτό το θεωρητικό χάντικαπ, ο Ράντονιτς μπορεί να φτιάξει μια ομάδα που θα έχει σκοπό της ύπαρξής της να στύβει την πέτρα κάθε φορά που πατάει στο παρκέ.