Στο έμπα της τέταρτης περιόδου το κοινό του Ο.Α.Κ.Α. είχε λίγο – πολύ αποδεχτεί την διαφαινόμενη ήττα. Η Αρμάνι έβγαζε το παρκέ την αδρανοποιητική δύναμη της οπισθοφυλακής της, είχε φυλακίσει τον Νέντοβιτς και ήλεγχε όπως ακριβώς ήθελε το παιχνίδι. Ο λειψός και ανέτοιμος Παναθηναϊκός ήθελε, αλλά ως τότε δεν μπορούσε. Η πράσινη προσπάθεια έβγαζε μάτι και ο μέσος φίλαθλος ετοιμαζόταν να γυρίσει σπίτι χορτάτος από τον ιδρώτα των παικτών, αλλά πεινασμένος από ποιότητα, εναλλακτικές λύσεις και φυσικά από τη νίκη.
Τη σπίθα άναψε ο Βασίλης Καββαδάς. Old school μέχρι το κόκκαλο, έγινε ο μοναδικός παίκτης του Παναθηναϊκού που κατάφερε να γίνει σημείο αναφοράς κοντά στο καλάθι, ποστάροντας με τη δύναμη και τελειώνοντας φάσεις με την τεχνική του. Το κοινό πρόσφερε δίκαια και γενναιόδωρα το χειροκρότημα σε έναν παίκτη που μέχρι πριν ένα μήνα ήταν εκτός 12άδας, αγόρασε την αυταπάρνηση των υπόλοιπων οι οποίοι την προηγούμενη ημέρα είχαν προετοιμαστεί παίζοντας “ένα ταπεινό διπλό, ένα διπλάκι” κατά δήλωση του προπονητή.
Όταν ξεκίνησαν οι χαμένες ευκαιρίες και τα στραβά σφυρίγματα, η αντίδραση του κόσμου ήταν ένα αναμενόμενο μείγμα αποδοκιμασιών και εμψύχωσης. Κάθε φορά που η ομάδα τους αδικούνταν, απαντούσαν με διπλάσια φωνή εμψύχωσης. Βρώμικη και αντιαθλητική αγκωνιά του Ρίτσι στον Καββαδά, επευφημίες. Λάθος κατοχή πάλι με πρωταγωνιστή τον Ιταλό φόργουορντ, ξεσηκωμός. Φάουλ στον αγκώνα (!) του Κασελάκη, πανδαιμόνιο. Η πράσινη υπερηφάνεια πολλαπλασιαζόταν εκθετικά και είχε απλωθεί σε κάθε γωνία του γηπέδου. «Μπορείτε να μας αδικήσετε, αλλά δεν μπορείτε να μας λυγίσετε», φώναζε με τη στάση του η πλειοψηφία του κόσμου – όχι αυτοί που αισχρολογούν από την απόσταση αναπνοής των court seats, για να εξηγούμαστε. Ως δια πράσινης μαγείας, ο Παναθηναϊκός επέστρεψε από το -7 σε 56΄΄, ισοφάρισε, έχασε ένα ριμπάουντ από τον γεννημένο νικητή Χάινς και εν τέλει υπέκυψε.
Για δεύτερη φορά σε 1.5 μήνα οι πράσινοι κοίταξαν στα μάτια έναν διεκδικητή του φάιναλ φορ. Πρώτη φορά ήταν στην Πόλη κόντρα στην Εφές. Τεχνική ποινή στον Δημήτρη Πρίφτη για κάτι που συμβαίνει καμιά εκατοστή φορές από τους προπονητές σε κάθε παιχνίδι. Χθες βράδυ μια συστοιχία απαράδεκτων αποφάσεων σε εύκολες, οφθαλμοφανείς φάσεις που χάλασαν ένα παιχνίδι που είχε τα εχέγγυα να είναι αυθεντικά διασκεδαστικό. Δικαιολογία, με κάμποση επιείκεια, μπορώ να βρω μόνο στην αγκωνιά του Ρίτσι, καθώς οι διαιτητές συνηθίζουν να κοιτούν τη μπάλα – δεν είναι αδύνατον να χάσεις μια ύπουλη, άνανδρη αγκωνιά όπως αυτή του Ιταλού. Οι άλλες δύο φάσεις είναι μαρς, τελεία και παύλα. Αν δεν μπορείς να αποφασίσεις σωστά, δεν ανήκεις σε αυτό το επίπεδο, άσε ήσυχο το μπασκετάκι, δεν σου φταίει σε τίποτα.
Απαραίτητη υποσημείωση πριν το συμπέρασμα: δεν πιστεύω σε θεωρίες συνομωσίας, κυνηγημένους, μόνιμα αδικημένους και τα τοιαύτα. Προτιμώ πάντα την αυτογνωσία και την αυτοκριτική ως ασφαλέστερο μονοπάτι βελτίωσης και προόδου, όπως ακριβώς έκανε στην ανάλυση του τόσο ο Βασίλης Σίμτσακ όσο και ο Δημήτρης Πρίφτης μετά το ματς.
Τούτων ειπωθέντων, είναι πρόστυχο να παίζει κανείς με τον ιδρώτα οποιουδήποτε βρίσκεται σε θέση αουτσάιντερ, είτε αυτός είναι το αδιαπραγμάτευτο μέγεθος του Παναθηναϊκού είτε οποιοσδήποτε άλλος. Η ήδη ταλαιπωρημένη από τον Covid Ευρωλίγκα ψάχνει τρόπο να επιβιώσει στο ρωσικό αίνιγμα – το τελευταίο που χρειάζεται είναι να πυροβολεί τα πόδια της.