Όταν ο Φαντ Σχιπ ξεκίνησε στην Εθνική ομάδα ήξερε ότι δεν είχε τίποτα να χάσει.Είχε παραλάβει μια ομάδα σχεδόν διαλυμένη και με κακή ψυχολογία, με αποτέλεσμα να έχει την ευχέρεια για πειραματισμούς με πολλούς νέους ποδοσφαιριστές που δοκίμαζαν την τύχη τους στο εξωτερικό.
Στα πρώτα του ματς λοιπόν, είδαμε αρκετή όρεξη, πολλά τρεξίματα, γρήγορες εναλλαγές, πίεση ψηλά και γενικά μια προσπάθεια που άφηνε παράθυρο αισιοδοξίας.
Αλλά στην πορεία ο ενθουσιασμός χάθηκε, κυρίως λόγω έλλειψης ποιότητας, η οποία θα μπορούσε να αντισταθμιστεί με ένα συγκεκριμένο αγωνιστικό πλάνο. Όμως ούτε αυτό συνέβη.
Κι αφού η έλλειψη ποιότητας και εμπειρίας δεν καλύφθηκαν από ένα πλάνο που θα μπορούσε να ισορροπήσει την κατάσταση, φτάσαμε στο σημείο να χάσουμε την τέταρτη στη σειρά μεγάλη διοργάνωση.
Φυσικά το πρόβλημα του γκολ παραμένει άλυτος γρίφος. Όπως συμβαίνει εδώ και πολλά χρόνια, ακόμα και όταν υπήρχουν οι επιτυχίες του Euro 2004 και οι προκρίσεις στα Μουντιάλ του 2010 και του 2014.
Θυμίζω ότι με τον Ότο Ρεχάγκελ η Ελλάδα είχε σκοράρει 138 γκολ σε 106 αγώνες (μο 1,3 γκολ ανά ματς) και με τον Φερνάντο Σάντος 59 γκολ σε 49 αγώνες (μο 1,2 γκολ ανά ματς).
Με τον Φαντ Σχιπ έβαλε 24 γκολ σε 21 αγώνες (μο 1,14 γκολ ανά ματς). Η διαφορά είναι ότι με Ρεχάγκελ και Σάντος στο πάγκο η Εθνική έπαιζε με μεγάλα ονόματα του διεθνούς ποδοσφαίρου, ενώ τώρα με τα… δεύτερα και τα… τρίτα της Ευρώπης!
Και επίσης κρατούσε σε υψηλό επίπεδο την ανασταλτική της λειτουργία καθώς δέχονταν μόλις 0,84 γκολ ανά ματς με τον Σάντος και 1,04 γκολ ανά ματς επί Ρεχάγκελ.
Αλλά η ανασταλτική λειτουργία της Εθνικής έχει πλέον χαθεί και αναζητείται!
Αρκεί να θυμηθούμε ότι μετά τον Σάντος και το Μουντιάλ της Βραζιλίας η Ελλάδα έχει χάσει:
Τρεις φορές από την Φινλανδία
Δύο φορές από τα Νησιά Φερόε
Δύο φορές από την Βόρειο Ιρλανδία
Μία φορά από την Αρμενία και την Εσθονία
Κι έχει δύο ισοπαλίες με το Κόσοβο και μία με το Λιχτενστάιν
Ανεξάρτητα από τα πρόσωπα εντός των τεσσάρων γραμμών του γηπέδου (ποδοσφαιριστές και προπονητές) η Εθνική αναζητά εδώ και επτά χρόνια ένα πλάνο σταθεροποίησής της και αδυνατεί να το ανακαλύψει και να το εφαρμόσει.
Και το πρόβλημα είναι φανερό πως δεν αφορά ΜΟΝΟ εκείνους που βρίσκονται στο γήπεδο. Αφορά και τα πρόσωπα που διοικούν την Ομοσπονδία.
Διότι μοιάζουν ανίκανα και ανύμπορα να ζητήσουν από τον όποιο ομοσπονδιακό προπονητή επιλέξουν να εφαρμόσει μια συγκεκριμένη λειτουργία στην Εθνική, η οποία θα τηρηθεί ως στρατηγικό πλάνο για να δώσει καρπούς σε ένα ικανό χρονικό διάστημα.
Σε ότι αφορά το χθεσινό ματς με το Κόσοβο, η ισοπαλία είναι ξεκάθαρα έργο του προπονητή.
Σκοράραμε ένα γκολ στην εκπνοή του ημιχρόνου με ωραίο συνδυασμό των Μπακασέτα και Δουβίκα κι αντί να φροντίσουμε να καθαρίσουμε το ματς με ακόμα ένα έως το 60΄ δώσαμε την μπάλα στους γηπεδούχους.
Ο Δουβίκας και ο Παυλίδης, που κρατούσαν πίσω όλη την αντίπαλη άμυνα, έγιναν αλλαγή και το Κόσοβο έμοιαζε με… Μπαρτσελόνα παίζοντας την Ελλάδα στο μισό γήπεδο.
Το 1-1 ήταν απλά θέμα χρόνου. Όπως θέμα χρόνου μοιάζει και η συνέχεια της συνεργασίας της ΕΠΟ με τον Ολλανδό προπονητή.
Κρίμα!