“Πέθανε ο Μίκης Θεοδωράκης”, έγραφε το μήνυμα στο κινητό. “Ο Μίκης δεν πεθαίνει”, ήταν η πρώτη μου σκέψη.
Ο τεράστιος Μίκης Θεοδωράκης, αποτέλεσε στην ετοιμολογία του επιθέτου του, πραγματικό δώρο Θεού για την Ελλάδα, για τον πολιτισμό, για τον πλανήτη όλο.
Ο Μίκης, ο “οικουμενικός”, ο Μίκης της Ελλάδας, η Ελλάδα του Μίκη, θα είναι μαζί στην αιωνιότητα, γιατί ο Μίκης δεν πεθαίνει, απλά μετακομίζει αλλού, που ίσως έχουν ανάγκη το πνεύμα του, τη μαχητικότητά του, την γαλήνη ή και την όξυνση του πνεύματος, που προσφέρουν οι μελωδίες του.
Ο παραγωγός Ρότζερ Βίλεμσεν είχε πει για τον μεγάλο Έλληνα συνθέτη και αγωνιστή: “Η Ελλάδα δεν είχε Τσε Γκεβάρα, είχε όμως, τον Μίκη Θεοδωράκη”, ο Έλληνας που τίμησαν και θαύμασαν οι Μπιτλς, ο Αλμπάνο, η Εντίθ Πφιάφ, η Δαλιδά, η Σίρλεϊ Μπάσεϊ, οι The Walkabouts, ο Έλληνας που “έντυσε” με μουσική ποιήματα των Οδυσσέα Ελύτη, Γιώργου Σεφέρη, Γιάννη Ρίτσου, Τάσου Λειβαδίτη και άλλων.
Ο “θρύλος” γύρω από τον Μίκη, ήταν παγκόσμιος, γι’ αυτό άλλωστε αποτέλεσε μία από τις πρώτες ειδήσεις σε όλα τα ξένα πρακτορεία ειδήσεων, ακόμη και για τα Τουρκικά.
Ο ίδιος ο “θρύλος” όμως, είχε την δική του λατρεία για έναν άλλον “θρύλο”, τον “θρύλο” του, την αγάπη του, την ομάδα του. Τον Ολυμπιακό του.
Σε ομιλία του το 2003 σε εκδήλωση των βετεράνων ποδοσφαιριστών ο Μίκης Θεοδωράκης είχε αποκαλύψει το πώς έγινε Ολυμπιακός: «Δέκα χρονών παιδάκι, το 1935, στο Αργοστόλι της Κεφαλονιάς όπου ζούσα τότε, είδα στην εφημερίδα φωτογραφία του Ολυμπιακού με τους πέντε αδελφούς Ανδριανόπουλους και τους Βάζο, Συμεωνίδη και άλλους, που φορούσαν την κόκκινη φανέλα. Από τότε έγινα Ολυμπιακός».
Ήταν άνθρωπος με πάθος, με ενέργεια, το κόκκινο είναι το χρώμα που εκφράζει ακριβώς αυτό το πάθος που στο επαναστατικό πνεύμα του Μίκη ήταν αρκετό ώστε να του επιτρέψει να τον “σκλαβώσει” για πάντα.
Το είχε παραδεχτεί άλλωστε:
«Έχω παρατηρήσει ότι όλα μπορείς να τα αλλάξεις. Και κόμματα έχω αλλάξει και πολλά έχω αλλάξει και με κατηγορούν γι’ αυτό. Αλλά τον Ολυμπιακό ποτέ, τον Ολυμπιακό δεν τον αλλάζω. Εδώ μένω πιστός, δεν θα αλλάξω ποτέ».
Όπως ο αγαπημένος του φίλος, ο έτερος τεράστιος μουσικός και Έλληνας, Μάνος Χατζηδάκις, με το ίδιο πνεύμα, με το ίδιος πάθος, με την ίδια δυναμική, αγαπούσε τον Ολυμπιακό: «Το ποδόσφαιρο είναι παλληκαριά και δύναμη. Η σεμνότης, κατά τη γνώμη μου, ανήκει στους μετρίους. Και οι Ολυμπιακοί κάθε άλλο παρά μέτριοι είναι για να παίζουν ποδόσφαιρο “σαλονιού”. Ο Ολυμπιακός με συναρπάζει γιατί είναι μια ομάδα δυναμική με όλη τη σημασία της λέξεως», είχε πει σε συνέντευξή του.
Τιμώντας, άλλωστε, ο Ολυμπιακός τον Μίκη Θεοδωράκη για το ανεκτίμητο έργο του, για το απλόχερο φως που φώτισε την Ελλάδα όλη, αλλά και για την αγάπη του για τον Ολυμπιακό, του είχε αφιερώσει την κατάκτηση του 42ου Πρωταθλήματος Ελλάδας το 2015 που συνέπεσε με τα 90στά γενέθλια του μεγάλου Έλληνα συνθέτη.
Ένας μεγάλος Έλληνας, ένας Έλληνας που σήκωσε στην πλάτη του έναν ολόκληρο λαό με τη μουσική του, ένας Έλληνας που δοξάστηκε και δόξασε την πατρίδα του, αποφάσισε να αφήσει το σώμα του στη γη και να επιτρέψει στο πνεύμα του να ταξιδεύει στην αιωνιότητα δείχνοντας πάντα τον δρόμο, φωτίζοντας κάθε του γωνιά…