Η πρώτη φορά που παρατήρησα τον Τόμας Γουόκαπ ήταν τον Μάρτιο του 2018, στα προημιτελικά του Basketball Champions League που κατέληξε στον θρίαμβο της ΑΕΚ στην Αθήνα. Ήταν μέλος της Λούντβιχσμπουργκ, μιας τρελούτσικης, κολεγιακού τύπου γερμανικής ομάδας με προπονητή τον Τζον Πάτρικ. Σε εκείνο το γκρουπ ο κανόνας ήταν το τρεχαλητό: ο μοναδικός κανόνας ήταν πως όποιος βρισκόταν στο παρκέ έπρεπε να παίζει στα κόκκινα. Όταν του τελείωναν οι ανάσες ερχόταν κάποιος από τον πάγκο: σχεδόν κανένας δεν λογιζόταν ως αναντικατάστατος. Καθόλου τυχαία, κανείς δεν έπαιζε περισσότερα από τον Τόμας Γουόκαπ.
Τότε, στην πρώτη του χρονιά στην Ευρώπη μετά από τέσσερα χρόνια στους ξυλοκόπους του Stephen Austin και άλλο ένα στην G League (Wind City Bulls), o 24χρονος Γουόκαπ έμοιαζε με αροντάριστο αυτοκίνητο. Έπαιζε κυρίως σαν off-guard δίπλα σε καθαρό point guard και ξεχώριζε για το ανελέητο πρέσινγκ στη μπάλα. Ο χειρισμός της μπάλας δεν ήταν κακός, όμως σε κάθε φάση έπαιζε στην κόψη του ξυραφιού, σου έδινε την αίσθηση ότι κινδύνευε να χάσει τον έλεγχο. «Χτισμένα» 193 εκατοστά που στο παρκέ έδινε την αίσθηση δίμετρου, όμως συχνά τον έβλεπες να γλιστρά σε αλλαγές κατεύθυνσης, λες και το κορμί του δεν είχε ακόμα ολοκληρώσει τον δίαυλο επικοινωνίας με το μυαλό του. Φυσικά ξεχώριζε.
Ο Γουόκαπ δεν ήταν ο πρώτος παίκτης που η Ζάλγκιρις ψώνιζε από το BCL και γενικώς από το πιο κάτω επίπεδο. Ένα χρόνο νωρίτερα είχαν δοκιμάσει με τον Ντι Μποστ, πέρσι με τον Άλεξ Πέρες, φέτος με τον Στιβ Βαστούρια. Ο Γιασικεβίτσιους ήξερε πως έφερνε στο Κάουνας έναν ανέτοιμο για αυτό το επίπεδο παίκτη. Την πρώτη του σεζόν ο Γουόκαπ έπαιξε πλέι-οφ, αλλά δεν πατούσε παρκέ για πάνω από 16.5 λεπτά κατά μέσο όρο, με τους Γουόλτερς-Βέστερμαν άσους και τον ίδιο δίπλα τους. Δεν έβαλε τα μακρινά σουτ (29.5% τρίποντο), δυσκολεύτηκε να διαβάσει το παιχνίδι (2.2 ασίστ/1.2 λάθη), αλλά προόδευε. Τόσο μάλιστα, που έπεισε τον Σάρας να του δώσει το κουμάντο της ομάδας την επόμενη σεζόν.
Τα λεπτά του ανέβηκαν στα 25:45, το τρίποντο στο 46.7%(!), η γραμμή της στατιστικής του ήταν γεμάτη όπου και να κοίταζες, πόντοι (9.6), ασίστ (5.5), ριμπάουντ (3.6), κλεψίματα (1.0), λάθη (2.7). Ο Γουόκαπ συνέχισε να βελτιώνει όλα αυτά τα χαρακτηριστικά του floor general: έλεγχος του ρυθμού, αποφάσεις. Την ώρα που συνέχισε να είναι η πρώτη στιβαρή γραμμή άμυνας και να καθιερώνεται ως ένας αμυντικός πρώτης γραμμής συνέχισε να ακροβατεί ανάμεσα στο γρήγορο και το πρόχειρο. Σε περισσότερα από τα μισά ματς είχε 5+ ασίστ, όμως σε ¼ είχε 4+ λάθη. Ο Σάρας έβλεπε πέρα από τα νούμερα, στην αλήθεια του παρκέ: «ο Γουόκαπ είναι κυρίαρχο αρσενικό στο παρκέ. Κάνει τους πάντες δίπλα του καλύτερους».
Η περσινή, τελευταία σεζόν του στο Κάουνας ήταν αυτή που έκλεισε τον τριετή κύκλο της αγωνιστικής ολοκλήρωσης. Η αποχώρηση του Σάρας άνοιξε τον ρυθμό, επέτρεψε το ανοιχτό γήπεδο και τον απελευθέρωσε από το αδιαπραγμάτευτο 5v5. Τα νούμερα του σε πόντους (8.2) και ασίστ (4.5) εμφάνισαν μικρή πτώση, όμως το μυστικό ήταν στην αναλογία ασίστ/λαθών, την καλύτερη του Γουόκαπ με τα πράσινα της Ζάλγκιρις (2.8 ασίστ για κάθε λάθος).
Ο δεύτερος κύκλος του Τεξανού γκαρντ ανοίγει στην Ελλάδα. Με την απόκτηση του ο Ολυμπιακός αποπειράται να δώσει στο ρόστερ ένα δεύτερο σημαντικό πόλο δημιουργίας που θα κάνει την ομάδα πολύ λιγότερο προβλέψιμη σε σχέση με τον περσινό εαυτό της. Στο ίδιο πακέτο συμπεριλαμβάνεται το μέγεθος, η αμυντική ικανότητα, η αγωνιστικότητα και η αυταπάρνηση, τα ηγετικά χαρακτηριστικά. Ο Γουόκαπ θα παίξει τόσο μαζί με τον Σλούκα όσο και χωρίς αυτόν και πλέον περιμένει τον σκόρερ που θα βρεθεί δίπλα του στο «2».