Το ποιητικό έργο δεν είναι απεικόνιση η μίμηση. Η πραγματικότητα, άλλωστε, είναι διαφορετική για τον καθένα και εξαρτάται από τις προσλαμβάνουσες των βιωμάτων και των κοινωνικών προβολών. Η ατομική και η κοινή εμπειρία ορίζουν αυτό που τα συναισθήματα και οι αισθήσεις αντιλαμβάνονται ως πραγματικότητα. «Το πραγματικό δεν είναι αναπαράσταση και επειδή οι άνθρωποι θέλουν αδιάκοπα να το να παριστάνουν με λέξεις για αυτό υπάρχει και η λογοτεχνία» (Barthes).
Αυτή την πραγματικότητα ως υποκειμενική διάθλαση εκθέτει μέσα στην ποιητική της συλλογή και η Σύλβα Γάλβα («passa tempo», Γαβριηλίδης, 2017). Ο φροντισμένος λόγος της Γάλβα δεν ανταποκρίνεται απλά στο διαχωρισμό του Jakobson μεταξύ πρακτικής και ποιητικής γλώσσας, αλλά ενσωματώνει και τη φιλοσοφία της για τη φύση της λογοτεχνίας. Άλλωστε, «η λογοτεχνικότητα προκύπτει από τη διαφορετική οργάνωση των ίδιων γλωσσικών υλικών» (Jakobson). Οι μεταφορές και οι μετωνυμίες (σερβίτσιο) δημιουργούν ένα πλαίσιο δισημίας στην οποία ισορροπεί η αισθητική προσέγγιση της γλώσσας και η στοχαστική πρόσληψη (δέντρα, αίθουσα αναμονής). Η ποιήτρια δεν πιέζει τον αναγνώστη/ακροατή να στοχαστεί. Αφήνει το ίδιο το κείμενο να τον οδηγήσει (στη γωνία των οδών).
Η μεταφορά για τον Derrida είναι θεμελιώδης δομή της γλώσσας και όχι εξαίρεσή της. «αποτελεί έτσι έκφραση ενός βασικού τρόπου γνώσεις των πραγμάτων» (Culler). Στην ποίηση της Γάλβα διατηρεί και το χαρακτήρα της πολυσημίας, συνενώνοντας άσχετες λογικά έννοιες σε μία διάθλαση ποικίλων νοημάτων και σε μία παράλληλη πληθυντική ερμηνεία. Μέσα από την ευφάνταστη δοκιμή πάνω στη γλώσσα ξεδιπλώνονται εικόνες που συμβάλλουν σε μία διαθλασμένη πρόσληψη της ποιητικής πραγματικότητας (θραύσμα, ζωές παράλληλες, ευαγές ίδρυμα, αίθουσα αναμονής). «Ο καθρέφτης μπροστά στην πραγματικότητα έχει γίνει διάφανος και επιτρέπει στον αναγνώστη να δει τον νου, την καρδιά του ποιητή» (Abrams) και τις αγωνίες του.
Η Γάλβα παραδίδει μία ποίηση πολυκεντρική, μεταθέτοντας το κέντρο βάρους των νοημάτων σε διάφορα θέματα, όπως αναδύονται από τη ρητορική και την εικονοποιία της (τα παιδιά του μακρινού νησιού, στη γωνία των οδών, σκιές). Ο ακροατής/αναγνώστης ερμηνεύοντας το απροσδιόριστο ποιητικό κείμενο διευρύνει την αναγνωστική αυτογνωσία του (μπόρα, passatempo), τον οδηγεί να παρακολουθεί την πορεία της ανάγνωσής του (Φρυδάκη).
Η ποίησή της είναι κοινωνική. Το ποιητικό υποκείμενο είναι μέρος του συνόλου. Το βλέμμα της πρωτοενικής ποιητικής φωνής στρέφεται στον κοινωνικό χώρο∙ επηρεάζεται από αυτόν∙ μελαγχολεί, αντιδρά, αγωνιά διατηρώντας υπαρξιακά χαρακτηριστικά (πρωί πριν τις οκτώ, ο μέσος όρος, ήχοι, γειτονιά, κάπου αλλού) και «αποκαλύπτοντας τη δική μας ανθρωπολογική κατασκευή» (Iser). Ωστόσο διατηρείται μία συναισθηματική ισορροπία. Η λεκτική διαχείριση του περιεχομένου με τη χρήση μεταφορών και μετωνυμιών μέσα από την αισθητική ανταπόκριση και τον γλωσσικό πειραματισμό αφήνουν ακτίνες φωτός (προσευχή, ορίζοντας, καμιά φορά, και εις το βάθος κήπος, ιστορία μιας μέρας). Η ανοικείωση γοητεύει ως αισθητικό γεγονός. Για τον Schiller ο «αισθητικός τρόπος επικοινωνίας μεταξύ των ανθρώπων ενώνει την κοινωνία, γιατί αναφέρεται σε ότι είναι κοινό για όλους» (ο λύκος, μέρες).
Διαβάστε όλο το θέμα στο TVXS.gr