Η λογοτεχνία είναι όχημα ιδεολογίας και εργαλείο για την αποσάρθρωσή της. Αρνείται οποιαδήποτε ορθοδοξία∙ οποιαδήποτε παγιωμένη αξία μπορεί να τη χλευάσει∙ οτιδήποτε φαίνεται να έχει κάποιο νόημα, η λογοτεχνία μπορεί να το παρουσιάσει χωρίς νόημα, να το υπερβεί, να το μετασχηματίσει με τρόπο που να εγείρει το ερώτημα της νομιμότητας και της ορθότητάς του (...

Η λογοτεχνία είναι όχημα ιδεολογίας και εργαλείο για την αποσάρθρωσή της. Αρνείται οποιαδήποτε ορθοδοξία∙ οποιαδήποτε παγιωμένη αξία μπορεί να τη χλευάσει∙ οτιδήποτε φαίνεται να έχει κάποιο νόημα, η λογοτεχνία μπορεί να το παρουσιάσει χωρίς νόημα, να το υπερβεί, να το μετασχηματίσει με τρόπο που να εγείρει το ερώτημα της νομιμότητας και της ορθότητάς του (Culler). Η λογοτεχνία η ίδια ενθαρρύνει την αντίσταση στις καπιταλιστικές αξίες. Η ιδεολογία για τον Althusser είναι το σύνολο των πεποιθήσεων και των πρακτικών που δημιουργεί μία κέντρωση. Διεισδυτική και ασύνειδη διακρίνεται από μία σειρά σαφών δογμάτων, ως ένας χώρος σημείων και κοινωνικών πρακτικών που συνδέει το υποκείμενο με την κοινωνική δομή και του δίνει την αίσθηση ότι προορισμός και ταυτότητα έχουν συνοχή.

Μία τέτοια ιδεολογία εκφράζει και ο Ντέμης Κωνσταντινίδης στην τελευταία του ποιητική συλλογή «της μοναξιάς καλή συνέχεια» (Φαρφουλάς, 2019).
Ο Κωνσταντινίδης διατηρεί μία ευρυγώνεια κοινωνική ματιά, συνδέοντας συμβολικά το παρελθόν και τη μνήμη με το παρόν, την αθωότητα με την κινηματική πρωτοπορία (Ναυαρίνου, τα μεσημέρια, βράδιαζε αργά, θυμητικό). Ο ποιητής δεν φτάνει όμως σε κάποια πολιτική ρητορεία∙ εκθέτει την ανάγκη του πρωτοενικού υποκειμένου να παλεύει, ακόμα και αν ενδέχεται να ηττηθεί (τα απογεύματα βροχή, κι ας χάσω). Η ποίησή του είναι βαθιά πολιτική, άλλοτε με συμβολισμούς (οι τελευταίοι, ισχύον, τα δαφνόφυλλα) κι άλλοτε πιο άμεσα (ηρωικό, της μοναξιάς καλή συνέχεια).

Παρατηρεί με κριτικό μάτι και ευαισθησία την κοινωνία (οι άγιες μαμάδες, οι κήποι). Μέσα από τον σαρκασμό και τη σάτιρα αισθητοποιεί την οργή και τον πόνο του (ηρωικό, ακαδημαϊκά χαϊκού, μη κερδοσκοπικό, το ψωμί και το μαχαίρι, θυσιαστικό), ενώ μία υπαρξιακή χροιά διαποτίζει τη στιχουργική του (ξετάγκ, τρίτη ηλικία, ζαβολιά, στίξη, οι ράχες των μπροστινών, ζωές, πού βρεγμένος την βροχή). Σαρκάζει με βαθύ πόνο για τη θέση της ποίησης στη σημερινή κοινωνία (απογραφή, κοινο-ποίηση, και τελείωσε, αστάθεια, εκ της διευθύνσεως) και τον πόνο του ποιητή (στίξη, προετοιμασία, της αυτοέκδοσης χαϊκού), μοιάζοντας με έναν δυναμίτη στο χώρο της ποίησης που την απειλεί με την αυστηρότητα της ειρωνείας του από το εσωτερικό της.

Η σάτιρα του Κωνσταντινίδη θυμίζει συχνά καρυωτακικό τραύμα. Η πολιτική σάτιρα υπήρξε ένας ποιητικός κύκλος με οξύ πνεύμα. Ο ρεαλισμός του, ο πείσμων, ο συμπαθητικά κακόπιστος, γυρίζει τέλος και στην πολιτική. Η σάτιρα είναι η σφαίρα, όπου, ολιγότερο από κάθε άλλη, η ποίηση μένει άπρακτη κι αδιάφορη από τον έξω κόσμο. Η σάτιρα ίσα-ίσα εμπνέεται από τον έξω κόσμο. Κι ο έξω κόσμος είναι ο ρεαλισμός, η κοινωνία, η πολιτική (Τέλλος Άγρας). Μέσα από ένα τέτοιο τραύμα βλέπει και ο Κωνσταντινίδης την κοινωνία και την πολιτική. Είναι η μοναξιά της πρωτοπορίας, όπως σημείωνε η Γώγου. Ο Κωνσταντινίδης είναι κοινωνικός ποιητής και συνάμα ποιητής της εσωτερικής περιπέτειας. Η ποίησή του αποτελεί την έκφραση και την κριτική του  κοινωνικού, αποτελώντας με τη βαθιά ειρωνεία του αναπόσπαστο κομμάτι της “ποίησης της αγανάκτησης”.

Στη ρηματική σύνθεση ξεχωρίζουν οι πειραματισμοί και η στιχουργική ποικιλία. Χαϊκού, δίστιχα έως τετράστιχα στροφικά συμπλέγματα ή ενιαίες ελευθερόστιχες συνθέσεις διακρίνονται στη συλλογή. Για τον Lotman το ποιητικό έργο είναι μία διαρκής παραγωγή και υπέρβαση προσδοκιών, ένα παιχνίδι λέξεων και νοημάτων ανάμεσα στο σύνηθες και το τυχαίο, στους κανόνες και τις αποκλίσεις, στα τριμμένα σχήματα και την ανοικείωση.

Διαβάστε όλο το θέμα στο TVXS.gr