Ένα χαρακτηριστικό της μεταμοντέρνας ποίησης είναι η απορρόφηση στοιχείων από διάφορες τάσεις και ρεύματα και η προσαρμογή τους στον στίχο, με βάση Βέβαια και το συναισθηματικό φίλτρο του δημιουργού. Στις καλύτερες του στιγμές ο συγκρητισμός αυτός ωθεί την ποιητική τέχνη στην αναζήτηση μιας νέας φόρμας και εξελίσσει την εκφραστική. Χαρακτηριστική σε τούτο είναι η έκφραση της Βιβή Κοψιδά...

Ένα χαρακτηριστικό της μεταμοντέρνας ποίησης είναι η απορρόφηση στοιχείων από διάφορες τάσεις και ρεύματα και η προσαρμογή τους στον στίχο, με βάση Βέβαια και το συναισθηματικό φίλτρο του δημιουργού. Στις καλύτερες του στιγμές ο συγκρητισμός αυτός ωθεί την ποιητική τέχνη στην αναζήτηση μιας νέας φόρμας και εξελίσσει την εκφραστική.

Χαρακτηριστική σε τούτο είναι η έκφραση της Βιβή Κοψιδά-Βρεττού («χειραψίες μιας ασήμαντης μέρας», βακχικόν, 2018), η οποία συνδυάζει την ετερόκλητη ποιητική παράδοση στο πρίσμα σύγχρονων αγωνιών. Η ποίηση της Κοψιδά-Βρεττού εντάσσεται στην κοινωνική αγωνία. Ως ευαίσθητο αισθητήριο όργανο η ποιήτρια εκθέτει τον προβληματισμό της για την κοινωνία (η καραμέλα, μία θέση στον παράδεισο, ο Αη-Βασίλης και το προσφυγόπουλο, σ’ ένα έπειτα).

Στις πολύστιχες συνθέσεις της συλλογής (η ανάγνωση, laboremus) η δημιουργός ηρωοποιεί τους καθημερινούς ανθρώπους που υφίστανται τις συνέπειες οικονομικών ή ένοπλων πολέμων. Στα επίλλυά της αγιογραφεί τον περιθωριοποιημένο άνθρωπο, θυμίζοντας νουάρ εκδόσεις πινάκων του Θεοτοκόπουλου (δύο αλήτες σε ένα σταθμό λεωφορείων, Κυριακή με ανοιχτά καταστήματα, ο πλωτάρχης και τα ναυάγια, η οικονομία του θανάτου) και κρίνοντας το κοινωνικό κατεστημένο (ένας κακός μαθητής, θέλω να μείνω αγράμματος).

Η Κοψιδά-Βρεττού κινείται στον χώρο της «ποίησης της περιφέρειας». Μολονότι το φυσιολατρικό στοιχείο απουσιάζει, η οικειότητα με τον κοινωνικό χώρο και τα πρόσωπα την φέρνει στον χώρο της ποιητικής των μικρών περιφερειακών άστεων. Θρηνεί για τον θάνατο οικείων προσώπων στο πλαίσιο των ανθρώπινων σχέσεων που καταγράφεται μακριά από τα μεγάλα αστικά κέντρα (γεγονότα μιας γηραιάς μέρας). Ο συνδυασμός της κοινωνικής αγωνίας και του θανάτου αναδεικνύει το ευμετάβλητο της ζωής του ανθρώπου (στον καθρέφτη με κραγιόν), τον απρόβλεπτο θάνατο του ονείρου και τη θνητότητα της ανθρωπιάς μέσα στο κοινωνιοϋπαρξιακό της πρίσμα (ultima ratio, βόλτα στην παραλία). Με ευαισθησία για τα παιδιά (ένας κακός μαθητής, θέλω να μείνω αγράμματος, ο επικήδειος ενός κουνουπιού, ο Αη-Βασίλης και το προσφυγόπουλο, η αμαρτωλή) πενθεί για την πορεία της κοινωνίας και την αδιαφορία μας για όσα συμβαίνουν γύρω μας.

Μόλο που απέχει από οποιαδήποτε έκφραση σοσιαλιστικού ρεαλισμού (θα ήταν αντιιστορικό να υποστηριχθεί κάτι τέτοιο) διακρίνονται επιρροές από τον αντιηρωισμό του Βάρναλη και του Λειβαδίτη θυμίζοντας τον στίχο του Βάρναλη ««όλ’ οι λαοί κι όλοι μικροί μεγάλοι κάθε τόπου αγωνιστήκανε να σώσουν την τιμή τ’ ανθρώπου». Μα τούτο αναδεικνύεται όχι τόσο σε μία κειμενοκεντρική προσέγγιση, όσο ως αναγνωστική πρόσληψη, συναισθηματικά. Βέβαια το μεγάλο μέγεθος και η πληθώρα εικόνων αδυνατίζουν σημαντικά την καλλιτεχνική τέρψη “μπουκώνοντας” με πολλά μηνύματα το κοινό.

Διαβάστε όλο το θέμα στο TVXS.gr