Η ποίηση και η ζωγραφική από χιλιετίες ακολουθούν δρόμους παράλληλους, συχνά ανταγωνιστικούς. Σε πολλές μελέτες έχει φανεί η αμφίδρομη σχέση μεταξύ ποίησης και εικαστικών τεχνών. Ιστορικά για τη σχέση ποίησης–ζωγραφικής ενδιαφέρον έχει η λεγόμενη ιαπωνική σχολή, με τα χάιγκα, έναν συνδυασμό χαϊκού και μικρής γωνιακής ζωγραφικής στην ίδια σελίδα από τον ίδιο δημιουργό. Ανάλογη τάση εμφανίζεται και στην Κίνα, όπου η γραφή αποκτά μία έννοια ζωγραφικής ως καλλιγραφική τέχνη στην οποία ο ποιητής κατά κανόνα ταυτίζεται με τον ζωγράφο. Στη σύγχρονη εποχή συχνά τα όρια συμπλέκονται.
Οι ποιητές που ασχολούνταν με τη ζωγραφική στα ελληνικά γράμματα δεν ήταν λίγοι. Ο Ελύτης με το κολάζ, ο Ρίτσος στο σχέδιο όπως και ο Νάνος Βαλαωρίτης, ή οι ελαιογραφίες του Έκτορα Κακναβάτου και τα σχέδια με μολύβι του Σαχτούρη είναι μερικές μόνο σχέσεις των δύο καλλιτεχνικών ειδών, χωρίς να ξεχνάμε τους Εγγονόπουλο, Κόντογλου Χουλιαρά και Πεντζίκη. «Ζωγραφισμένη» χαρακτηρίζει την ποίησή του ο Σαχτούρης, ενώ ο Νάνος Βαλαωρίτης έλεγε «μα εγώ δε γράφω, ζωγραφίζω» οδηγώντας σε καλλιτεχνικό συγκρητισμό τους δύο εκφραστικούς τρόπους.
Η υπερρεαλιστική ποίηση και ζωγραφική συμπορεύονται και λειτουργούν ως συγκοινωνούντα δοχεία. «H έντονα εικονιστική γραφή είναι ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά της μεταπολεμικής υπερρεαλιστικής ποίησης, η οποία απαρτίζεται ειδικότερα από ποιήματα-πλέγματα εικόνων, με αποτέλεσμα να συμβάλλει καταλυτικά στην συνειρμική αλληλοδιαδοχή εικόνων στην ποίηση γενικότερα». Στη σύγκλιση των δύο τεχνών επαληθεύεται και το αξίωμα του Οράτιου, ut pictura poesis. Το δόγμα είχε «τη μεγαλύτερη επίδραση στις νεοκλασικές θεωρίες για την τέχνη του 17ου και του 18ου αιώνα, οι οποίες προέκριναν το αναπαραστατικό ιδεώδες έναντι του εκφραστικού, την —κατά το δυνατό— αδιαμεσολάβητη αποτύπωση του περιβάλλοντος ως σκοπό της Τέχνης αντί για την εξωτερίκευση του εσωτερικού κόσμου του καλλιτέχνη μέσα από αυτή (που αποτέλεσε αισθητική αρχή της επόμενης περιόδου, του ρομαντισμού)».
Αρχαία ή μοντέρνα στην προέλευσή της, το δόγμα ut pictura poesis εξακολουθεί να τροφοδοτεί την κριτική με αφορμές για πλούσιους προβληματισμούς και τις δύο τέχνες με αφορμές για νέους πειραματισμούς. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Νικόλα Ευγένιου και της συλλογής του «στιγμιόκλειδα» (Αλφειός, 2017), όπου ρηματικές και πλαστικές πραγματώσεις ανταποκρίνονται σ’ αυτή την ιδέα και βασίζονται στο διακαλλιτεχνικό αίτημα για ενότητα, αμφισβητώντας τα συνηθισμένα ειδολογικά πλαίσια των τεχνών.
Ο εικονικός λόγος της ποίησής του και οι αμφίσημες και αφαιρετικές κονδυλιές του ραπιδογράφου, πάνω από ποιητικές πρόζες που λειτουργούν ως κλειδί ερμηνείες της ζωγραφιάς, ταυτίζονται μεταξύ τους. Η ποίηση παρουσιάζεται ως ηχητική απεικόνιση και η ζωγραφική ως βουβή ποίηση -παραφράζοντας ελαφρώς τον Σιμωνίδη τον Κείο- καταδεικνύοντας τις πλευρές μιας εσωτερικής ανάγκης εξωτερίκευσης των αγωνιών του μέσα από τον καλλιτεχνικό πειραματισμό.
Διαβάστε όλο το θέμα στο TVXS.gr