Η ποιητική συλλογή του Δήμου Χλωπτσιούδη φέρει ως τίτλο «ακατάλληλο» (εκδόσεις Μανδραγόρας, 2016). Το corpus της αποτελείται από σαράντα ποιήματα μικρής φόρμας. Πρόκειται για κείμενα κοινωνικής αναφοράς, προβληματισμού και αγωνίας με θεματολογία διαχρονική (π.χ. μυθολογία, ιστορία, έρωτας κ.λπ.) και συγχρονική (προσφυγικό, πνευματικές και κοινωνικές αντινομίες, το σημερινό αστικό περίβλημα και η αισθητική του, οι θεατές και αθέατες όψεις των σχέσεων και των συναναστροφών, η underground κοινωνική συνθήκη κ.λπ.). Στο κύριο ποιητικό σώμα παρεμβάλλονται εννέα άτιτλα ποιήματα με λατινική αρίθμηση, των οποίων η θεματική περιελίσσεται γύρω από τον έρωτα που ολισθαίνει, διαψεύδεται, αποδομείται αργά αργά, αλλά σταθερά, καταλήγοντας στην αναζήτηση του εαυτού και της χαμένης αθωότητας. Το σώμα των σαράντα αυτών ποιημάτων καταχωρίζεται γενικότερα στην κοινωνική ποίηση.
Σε αυτό το βιβλίο συνευρίσκονται σήματα και στοιχεία που χαρακτηρίζουν την, έως σήμερα, ποιητική πορεία του Δήμου Χλωπτσιούδη στα γράμματα. Ειδικότερα, στο «ακατάλληλο», καίρια σήματα της ποιητικής γραφής του είναι η λιτότητα στην ανάπτυξη των στίχων (σπανίως θα μετρήσει κανείς επτά ή οκτώ λέξεις σε κάθε στίχο, οι περισσότεροι έχουν άθροισμα τριών ή τεσσάρων λέξεων), η εικονοποιία, οι ζεύξεις και διαζεύξεις αντιθέτων, η διττή διάσταση του ειρμού, καθώς αυτός μοιάζει να οργανώνει έκκεντρους θεματικούς ποιητικούς πυρήνες για να καταλήξει σε μιαν εσωτερική εξομολόγηση ή σε μιαν «ανοιχτή» διαπίστωση, όπως για παράδειγμα στα ποιήματα «Δαίδαλος» και «ψίθυροι». Η λιτή επίσης εκφορά και διατύπωση της ποιητικής ιδέας στο τέλος του ποιήματος, λειτουργεί ως «επίγραμμα» στο οποίο συσσωματώνονται χαρακτηριστικές δομές της ποιητικής του Δήμου Χλωπτσιούδη.
Δυναμικό όμως σήμα της συλλογής και ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της ποίησης και της ποιητικής του βιβλίου αυτού, είναι η συναίρεση την εικονοποιητικής γραφής με τη δραματικότητα του στίχου. Η έννοια της δραματικότητας είναι αποτέλεσμα ποικίλων παραγόντων. Αυτή έχει να κάνει, επίσης, με την πεζολογία, με την απογύμνωση του αισθήματος και με τη συρρίκνωση του λυρισμού. Με την ανάδειξη, τέλος, γλωσσικών εννοιών που ενίοτε λειτουργούν και ως σύμβολα. Την ιδιότυπη αυτή δραματικότητα του Δήμου Χλωπτσιούδη συμπληρώνει η αρμονική συνύπαρξη αφηρημένων και συγκεκριμένων εννοιών που διαμορφώνουν τελικώς έναν στίχο λιτό, με έντονη ευαισθησία και ερμητικό λυρισμό.
Ο Δήμος Χλωπτσιούδης γράφει κοινωνική ποίηση. Αντλεί τα θέματά του από την καθημερινότητα, αποσυμβολίζει μύθους, ξαναδιαβάζει υπαινικτικά το ιστορικό γεγονός, δίνοντάς του επίκαιρη σημασιοδότηση. Ο κόσμος του είναι ο κόσμος της διάψευσης, της παρατήρησης και της απώλειας, είναι ο κόσμος των ακυρωμένων ονείρων, της απουσίας, της εγκατάλειψης, της μοναξιάς και της μετατόπισης. Ο κόσμος του Δήμου Χλωπτσιούδη είναι ο μυστικός ρυθμός των σωμάτων, οι πόρνες, οι άνθρωποι που ονειρεύονται, οι ζητιάνοι, οι άνθρωποι του περιθωρίου. Είναι όμως και οι «σκιές της ουτοπίας», η αθωότητα που είναι οριστικά χαμένη, η ελπίδα που επιμένει. Αναδεικνύονται επίσης θέματα που αφορούν έντονες κοινωνικές αντιθέσεις, μεταλλάξεις τόπων και τοπίων του παρελθόντος, προβεβλημένα μέσα από την οπτική ενός αποδομημένου, ασύμβατου παρόντος. Η τέχνη επίσης αναδεικνύεται ως δομή και μορφή που ακυρώνεται, ματαιώνεται ή μεταλλάσσεται ελλειπτικά και υπαινικτικά μπροστά στο βίαιο παρόν, ενώ στηλιτεύεται ο άνθρωπος που δεν «διάβασε» ακόμα την τέχνη και δεν έμαθε από αυτήν.
Η θεματολογία του βιβλίου συμπληρώνεται με ποιήματα που αναφέρονται στους μετανάστες. Καταδηλώνεται η σύγχρονη ανθρώπινη περιπέτεια και τραγωδία, η συρρίκνωση της μνήμης του ανθρώπινου γένους, αναδεικνύεται η ακραία εμπειρία της ζωής μέσα από συγκινησιακά φορτία ποιητικής σκηνοθεσίας και αφήγησης, όπως «Παπούτσια υγρά / πνιγμένα σε αλάτι» ή σε άλλο σημείο «Όλη η ελπίδα / κρύβεται σε στρείδια / ναυαγισμένα», όπου ο μετανάστης μεταμορφώνεται σε σύμβολο («στρείδι») υποδηλώνοντας έτσι ταυτοχρόνως τη μητέρα ζωή, τη θάλασσα και το μαργαριτάρι της ζωής, αυτό που είναι διαυγές και λάμπει.
Παρόλα αυτά ο Δήμος Χλωπτσιούδης δεν καταγγέλλει. Αφήνει τη συγκίνηση να οδηγήσει τη λέξη και τη γλώσσα. Η ποίησή του δεν παράγει έννοια και ιδέα, δεν νοηματοδοτεί δηκτικά. Δεν διδάσκει. Απεναντίας, αναδεικνύει το αισθηματικό φορτίο μέσα από έναν γήινο λυρισμό και έναν σχεδόν σπειροειδή ειρμό.
Διαβάστε όλο το θέμα στο TVXS.gr