Ο Διονύσης Χαριτόπουλος δίνει τροφή και πάλι στην συλλογική μας συνείδηση, με το νέο του βιβλίο «Έρωτες στη Μεταπολίτευση» που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Τόπος.
Γενναιόδωρα και χωρίς μισόλογα, όπως πάντα, ο συγγραφέας των Παιδιών της Χελιδόνας, του Αρχηγού των Ατάκτων, της Λίστας γάμου, των Σχέσεων, της τριλογίας του Πειραιά (Εκ Πειραιώς, Πειραιώτες και Πειραιάς βαθύς), και πολλών άλλων, δίνει και πάλι το αυτοβιογραφικό του στίγμα μέσα από τα τεκταινόμενα μιας εποχής:
Εδώ, η Μεταπολίτευση μέσα από τους …έρωτές της.
Όταν μετά από το βαθύ σκοτάδι μιας δικτατορίας αρχίζει να λάμπει το φως, η ζωή εκρήγνυται και οι έρωτές της έρχονται στο προσκήνιο. Έρωτες ζωής, τρόπου ζωής, μετουσίωσης. Έρωτες όχι μόνο μεταξύ ζευγαριών, μόνιμων, περιστασιακών ή και παράνομων. Έρωτες αυτοπραγμάτωσης. Έρωτες, τελεία.
Όπως περιγράφεται στο βιβλίο:«Η Μεταπολίτευση είναι γένους θηλυκού. Είχε ομορφιά, αισιοδοξία, γονιμότητα, ελπίδα. Και η πιο μεγάλη από τις μεγάλες αλλαγές που έφερε ήταν ασφαλώς η γυναικεία χειραφέτηση. Τα κορίτσια βγήκαν από τη σκιά που τις περιόριζαν εκ γενετής και διεκδίκησαν το αυτεξούσιο της ζωής τους. Προέλασαν γενναία στον αντρικό κόσμο κάμπτοντας κάθε αντίσταση».
Ο Χαριτόπουλος, για άλλη μια φορά με κινηματογραφικό ρυθμό και με γραφή που δεν διαχωρίζει την ιστορία και την αλήθεια της από την λογοτεχνική μυθοπλασία, σε αφήνει να μυηθείς σε σκηνές περασμένων δεκαετιών μέσα από το πρίσμα ενός νέου που την έζησε στο πετσί του και δεν την άφησε να περάσει από δίπλα του ανεπηρέαστος.
Είναι η μεταπολιτευτική έκρηξη της πολιτικοποιημένης νεολαίας, αλλά και η δόξα της διαφήμισης, η μεταμόρφωση της γυναικείας χειραφέτησης, ακόμα και η «επανάσταση» των σκυλάδικων, είναι οι κώδικες επικοινωνίας της νύχτας και της μέρας από τα μέσα του 1970 έως το 1990 που τα γκόλντεν μπόις, το διαδίκτυο και η μαζική επικοινωνία αλλάζει άρδην όσα γνωρίζαμε, λίγο πριν την έλευση της κρίσης.
Κι αυτό το βιβλίο του Διονύση Χαριτόπουλου, διαβάζεται απνευστί, με καταιγιστικό παλμό και με την πεποίθηση του ανεξάντλητου αμέσως μετά την τελευταία του σελίδα, αναμένοντας την επόμενη έκδοση, αφού όπως λέει και ο ίδιος κάπου μέσα στις 144 σελίδες του βιβλίου του: «συγγραφέας γίνεσαι γιατί δεν μπορείς να κάνεις αλλιώς»:
«Περίπου δεκατριών χρονών είχε αρχίσει να γράφει, όπως άλλος αρχίζει πιάνο ή κιθάρα, και από τότε δεν σταμάτησε ποτέ. Κάθε νύχτα η μαγεία επανέρχεται αμείωτη΄ γράφει διαρκώς, χωρίς να ξέρει πού θα βγει, σαν να σκάβει λαγούμι στα τυφλά. Ανακαλύπτει έναν κόσμο μεγαλύτερο από τον πραγματικό. Αλλά το πρωί όταν διαβάζει αυτά που έγραψε, η μαγεία έχει χαθεί. Τίποτα δεν είναι όπως το είχε φανταστεί.
Και ξανά από την αρχή.
Γράφει και σκίζει, γράφει και σκίζει. Χιλιάδες σελίδες. Εκατομμύρια λέξεις. Είναι αδυσώπητος με τον εαυτό του. Δεν του χαρίζεται. Όμως κάπου βαθιά μέσα του πιστεύει πως κάποτε θα γράψει σελίδες που θα διατηρούν τη μαγεία όχι μόνο και την άλλη μέρα αλλά για χρόνια.
Δεν νοούσε τον εαυτό του χωρίς γράψιμο.
Επειδή συγγραφέας γίνεσαι γιατί δεν μπορείς να κάνεις αλλιώς. Και θα πρέπει να είσαι έτοιμος να υποστείς τις συνέπειες: Δεν θα αποκτήσεις ποτέ χρήματα, θα περνάς μερόνυχτα μόνος σου με το χαρτί, θα χάνεις αγάπες γιατί δεν αντέχουν το δικό σου χάσιμο, η παρουσία σου στον κόσμο θα είναι ασήμαντη για τους πολλούς, κι αν κατορθώσεις να μιλήσεις στην ψυχή κάποιου, μάλλον δεν θα τον γνωρίσεις ποτέ να σου πει τι αισθάνθηκε. Παρότι τα ξέρεις όλα αυτά, συνεχίζεις, δεν παραιτείσαι ποτέ από το γράψιμο.
Είπαμε, δεν μπορείς να κάνεις αλλιώς».
Διαβάστε όλο το θέμα στο TVXS.gr