Με λέξεις βγαλμένες από την τσέπη του παιδικού του παντελονιού ο Γιάννης Γκιόκας («τα σκεύη της σελήνης»,...

Με λέξεις βγαλμένες από την τσέπη του παιδικού του παντελονιού ο Γιάννης Γκιόκαςτα σκεύη της σελήνης», Γαβριηλίδης, 2018) σμιλεύει συναισθήματα για το ανείπωτο. Με γνώμονα την τραγικότητα του ανθρώπου που έχει συνείδηση του επικείμενου θανάτου του (ιστορίες από τον πόλεμο 1 & 2) και τη δύναμη του καθημερινού λόγου λάθη εικόνες που αναδύουν τον πόνο του χαμού και του χωρισμού (Δ., γκέτο, για τον Αλέξη Τραϊανό). Στοχάζεται για τον θάνατο μέσα σε εικόνες που ξεπηδούν από την κοινωνική εμπειρία (ασυμβίβαστο). Συχνά η ποιητική σκηνή είναι ένας κλειστός χώρος, σκοτεινός και “ασπρόμαυρος” (απόσπασμα νύχτας, ιστορίες από τον πόλεμο 2) με κεριά (κέρινα ομοιώματα, ιστορίες από τον πόλεμο 3, απόσπασμα νύχτας) να αφήνουν ένα ελάχιστο φως και οσμή μνημόνευσης των νεκρών.

Το ά-λογο εισρέει με ήπιους τόνους ώστε να εντάσσεται με φυσικότητα στην κίνηση του στίχου (απόσπασμα νύχτας, γκέτο, ιστορίες από τον πόλεμο 2, Λονδίνο 1986, μέρες του 2003, μετασχηματισμοί, παροδικές αυτοκτονίες, κρεμασμένο φθινόπωρο) δίνοντας μία εξπρεσιονιστική διάσταση στον θάνατο, τη μνήμη των χαμένων και τα ναυάγια της ζωής (ιστορίες από τον πόλεμο 2-3, παροδικές αυτοκτονίες). Το κλέος του θανάτου ορίζεται από την ίδια τη μνήμη.

Δυναμικά επιμύθια (ιστορίες από τον πόλεμο 3, απόσπασμα νύχτας) οδηγούν σε συναισθηματική κορύφωση και συχνά μέσα από την αντίθεσή για την ποιητική ειρωνεία ενισχύουν τον πόνο του ποιητικού υποκειμένου (μέρες του 2003, μετασχηματισμοί, Λονδίνο 1986, οθόνη). Σε ένα μεταγλωσσικό πεδίο προσέγγισης η ποίηση στις συνθέσεις του Γκιόκα διατηρεί ένα πρωταγωνιστικό ρόλο. Άλλοτε ως αυτοαναφορικότητα (ποιήματα των φίλων, κέρινα ομοιώματα, παροδικές αυτοκτονίες, κρεμασμένο φθινόπωρο, απόσπασμα νύχτας), και άλλες φορές μέσα από αφιερώσεις (για τον Αλέξη Τραϊανό, ιστορίες από τον πόλεμο 1-3). Ενίοτε οι λέξεις και τα ποιήματα εμφανίζονται ως αδρανείς ήρωες στη στιχουργική σκηνή (μετασχηματισμοί, κάθε ποίημα, ασθενοφόρο στην έρημο).

Η ποίηση του Γκιόκα εγκαταλείπει την κειμενοκεντρική ρητορική. Το ηθικό και ιδεολογικό περιεχόμενο του κειμένου δεν επιζητά ανοικειωτικά μέσα. Αντίθετα επενδύει σε μία φαινομενολογική αναγνωστική ανταπόκριση που ορίζεται από την ατομική συνείδηση του ακροατή/αναγνώστη. Ο στιχουργικός ρυθμός και η επαγγελματική του ουσία αφήνουν τον αναγνώστη να παράγει το νόημα μέσα από τις προβολές της ατομικής εμπειρίας. Το μήνυμα αποκωδικοποιείται ως βίωμα∙ έτσι η αυτοβιογραφούμενη εμπειρία γίνεται συνείδηση του κοινού και συλλογικό συναίσθημα με χαρακτηριστικά στοχαστικής ελεγείας. Άλλωστε ο ποιητής ως μέλος της κοινότητας ενσωματώνει εικόνες του κοινού βίου στη στιχουργική του ως δομικό της στοιχείο (ο γελωτοποιός, ποιήματα των φίλων, κέρινα ομοιώματα, κρεμασμένο φθινόπωρο, ασθενοφόρο στην έρημο).

Διαβάστε όλο το θέμα στο TVXS.gr