«Όσο πιο άσχημος, γέρος, κακός, άρρωστος γίνομαι, τόσο περισσότερο επιθυμώ να εκδικηθώ τον εαυτό μου με το να δημιουργώ υπέροχα χρώματα, καλά τοποθετημένα, ολόλαμπρα», έγραψε ο Vincent Van Gogh (30 Μαρτίου 1853 – 29 Ιουλίου 1890) από την πόλη Arles στην αδερφή του Willemien, τον Σεπτέμβριο του 1888, περιγράφοντας την απολαυστική χαρά του να ζωγραφίζει ηλιοτρόπια, το νυχτερινό ουρανό, τα αγροκτήματα και τις ψαρόβαρκες του Saintes-Maries-de-la-Mer.
Είχε μόλις ολοκληρώσει μια αυτοπροσωπογραφία «σε τόνους σταχτή μπροστά από ένα χλωμό βερονέζικο φόντο», ένα θέμα που διάλεξε, όπως είπε στον αδερφό του Theo, «λόγω έλλειψης μοντέλου». Εμφανίζεται άρρωστος και να γερνάει, τα μαλλιά του αραιώνουν, το πρόσωπό του είναι βουλιαγμένο (είχε χάσει ήδη πολλά δόντια, πιθανότατα λόγω κακής διατροφής), τα μήλα του προσώπου του είναι λιπόσαρκα και προεξέχουν, και η έκφρασή του είναι βλοσυρή. Παρόλα αυτά, η λάμψη των χρωμάτων και η ένταση του πινέλου είναι εξαιρετικά ζωντανά. Αυτό το πορτρέτο δεν είναι παρά ένα παράδειγμα του παράδοξου της διεξοδικής και οδυνηρής πάλης του να αναδυθεί από το σκοτάδι στο φως: ένα επικό οδοιπορικό, που καταγράφεται από επιστολές, σκίτσα επιστολών και σχέδια, πολλά από τα οποία εκτίθενται στην Βασιλική Ακαδημία του Λονδίνου.
Διαβάστε επίσης:
Διαβάστε όλο το θέμα στο TVXS.gr