Πολλές άβολες αλήθειες και άφθονους σκελετούς από την ντουλάπα έχει ξεθάψει η δημοσιοποίηση των τεσσάρων πρώτων τόμων από τον περίφημο “Φάκελο Κύπρου”, έπειτα από τριάντα χρόνια από την ολοκλήρωση των σχετικών διαδικασιών από την Ελληνική Βουλή (Φεβρουάριος 1986 – Μάρτιος 1988). “Δεν υπήρχε Φάκελος, αλλά κάναμε εμείς Φάκελο”, σημειώνει χαρακτηριστικά ο Ευάγγελος Κιοσκλής (φάκ. 119, 2.6.1988, σ. 12.). Διότι απλά πολλοί θα ήθελαν όλη αυτή η τραγική ιστορία να θαφτεί στη λήθη και τα όποια εγκλήματα των ενόχων να παραγραφούν.
Μεσολάβησαν από τότε (1988) άλλα τριάντα χρόνια μυστικότητας και ταυτόχρονα έντονης κινητικότητας του Κυπριακού προβλήματος, το οποίο συνίσταται στην παράνομη εισβολή και κατοχή του 36% της μεγαλονήσου από την Τουρκία. Ένα πρόβλημα που παραμένει άλυτο εδώ και 44 χρόνια, δηλητηριάζοντας τις ελληνοτουρκικές σχέσεις κι αποτελώντας έναν παράγοντα αστάθειας στην ανατολική Μεσόγειο κι ένα ανεπούλωτο τραύμα για τον Κυπριακό Ελληνισμό.
Το Κυπριακό είναι ένα διμερές και ταυτόχρονα διεθνές ζήτημα για την επίλυση του οποίου έχει αφιερωθεί άφθονο διπλωματικό κεφάλαιο ξεκινώντας από τον ΟΗΕ και καταλήγοντας στο τρίγωνο Αθήνα-Λευκωσία-Άγκυρα. Κάλλιστα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως “Βατερλώ διαρκείας” της ελληνικής εθνικόφρονης Δεξιάς και της ακροδεξιάς (με κύρια πολιτική της έκφανση τη Χούντα της περιόδου 1967-1974), αλλά και γενικότερα της ελλαδικής εξωτερικής πολιτικής της περιόδου 1950-1974, τα τραγικά αποτελέσματα του οποίου τα πληρώνει ακόμη ο Ελληνισμός και ειδικά ο Κυπριακός λαός. Οι αποκαλύψεις που προέρχονται από τη δημοσιοποίηση του “Φακέλου Κύπρου” συνηγορούν αμείλικτα προς αυτή την κατεύθυνση.
Ως γνωστόν το 1878 η Τουρκία πούλησε την Κύπρο, κατοικημένη τότε κατά 78% από Ελληνο-ορθόδοξους, στη Μ. Βρετανία, η οποία επιζητούσε για την εξυπηρέτηση των αυτοκρατορικών συμφερόντων της, εννέα χρόνια μετά τη διάνοιξη της διώρυγας του Σουέζ, τη στρατηγική και γεωγραφική θέση της Κύπρου. Τριανταεπτά χρόνια αργότερα το Λονδίνο, επιζητώντας να πετύχει τη συμμετοχή της Ελλάδας στον Α’ Π. Πόλεμο, πρόσφερε στις 17.10.1915 την παραχώρηση της Κύπρου στην Ελλάδα. Η Ελληνική Κυβέρνηση της εποχής εκείνης (Κυβέρνηση Αλέξανδρου Ζαΐμη, φιλοβασιλική και λαϊκοδεξιά) προσανατολισμένη επίμονα στη Γερμανοφιλική πορεία των ελληνικών ανακτόρων, αρνήθηκε την προσφορά. Η Ελλάδα, αν και τελικά εισήλθε στον Α’ Π. Πόλεμο στο πλευρό της Ανταντ χάρη στην αποφασιστικότητα του Ελ. Βενιζέλου, δεν ανταμείφθηκε με την υποσχόμενη παραχώρηση της μεγαλονήσου, που παρέμεινε τμήμα της Βρετανικής Αυτοκρατορίας, παρότι η μεγάλη πλειοψηφία του πληθυσμού της ήταν Έλληνες.
Με βάση αυτές τις επόμενες συμφωνίες (Λωζάνη 1923), μεταξύ Άγκυρας και Λονδίνου, ο Κεμάλ Ατατούρκ, κάλεσε τους Τουρκοκυπρίους να μεταναστεύσουν στην Τουρκία, αλλά ελάχιστοι υπάκουσαν. Επακολούθησε η ανακήρυξη της Κύπρου ως αποικίας του Βρετανικού Στέμματος (1.5.1925). Μετά τον Β’ Π. Πόλεμου, ο αγώνας της ΕΟΚΑ και της πλειοψηφίας του Κυπριακού λαού για απελευθέρωση από την αγγλική αποικιοκρατία και την ένωση με την Ελλάδα, δεν είχαν το επιθυμητό αποτέλεσμα.
Διαβάστε όλο το θέμα στο TVXS.gr