Κάθε φορά που τίθεται το γνωστό-στους ποδοσφαιρόφιλους- δίλημμα «Μαραντόνα ή Πελέ», κάθε φορά μνημονεύονται τα κατορθώματα του Τζόρτζ Μπεστ ή του Γιόχαν Κρόιφ, υπάρχουν κάποιοι, συνήθως κάπως μεγαλύτεροι, που θα φροντίσουν να αντιτείνουν εμφατικά: «Δεν έχετε δει τον Εουσέμπιο, παιδιά».
Κι είναι αλήθεια ότι ο Εουσέμπιο Ντα Σίλβα Φερέιρα ή, όπως ήταν ευρύτερα γνωστός, απλά Εουσέμπιο (25 Ιανουαρίου 1942-5 Ιανουαρίου 2014) υπήρξε μια από τις πιο αδικημένες όσο και ξεχωριστές περιπτώσεις ποδοσφαιριστών που πέρασαν ποτέ από τα γήπεδα.
Γεννημένος και μεγαλωμένος στην (πορτογαλική τότε αποικία) Μοζαμβίκη, από λευκό εργάτη πατέρα στους σιδηροδρόμους από την Αγκόλα και Μοζαμβικανή μαύρη μητέρα, ο Εουσέμπιο έμεινε ορφανός σε ηλικία 8 ετών κι έζησε στην παιδική του ηλικία κάτω από συνθήκες ακραίας φτώχειας.
Ξεκίνησε να κλωτσάει μπάλα σε μια ομάδα με τίτλο «Οι Βραζιλιάνοι», όπου αυτός και οι φίλοι του είχαν δημιουργήσει προς τιμήν της μεγάλης Βραζιλίας της δεκαετίας του 50.
Το 1960, σε ηλικία 18 χρονών, εντάσσεται στην ομάδα της Μπενφίκα με μια μεταγραφή που κόστισε 350.000 εσκούδο Πορτογαλίας. Τον παίκτη είχε παρακολουθήσει ο βραζιλιάνος πρώην ποδοσφαιριστής Χοσέ Κάρλος Μπάουερ. Ο Εουσέμπιο ξεχώριζε για την ταχύτητά του, καθώς μπορούσε να τρέξει τα 100 μέτρα σε 11 δευτερόλεπτα. Ο Μπάουερ συνέστησε αρχικά τον Εουσέμπιο στην πρώην του ομάδα, Σάο Πάολο, αλλά εκείνοι τον απέρριψαν. Τότε απευθύνθηκε στον πρώην προπονητή της ομάδας, τον Μπέλα Γκούτμαν, ο οποίος εργαζόταν εκείνη την περίοδο στην ομάδα της Μπενφίκα, η οποία βγήκε νικήτρια στο θρίλερ της διεκδίκησής του με τη Σπόρτινγκ Λισσαβόνας. Είναι χαρακτηριστικό δε ότι τον έστειλε στη Νιγηρία για 12 μέρες όταν συμφώνησε μαζί του, φοβούμενη για απαγωγή του από τους «πράσινους».
Διαβάστε όλο το θέμα στο TVXS.gr