Στις 7 Ιανουαρίου του 1972 έφυγε από τη ζωή η σπουδαία στιχουργός του λαϊκού τραγουδιού Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου, η οποία σημάδεψε το λαϊκό τραγούδι με τις αναρίθμητες δημιουργίες της. Παθιασμένη με τη ζωή και το τζόγο, αθυρόστομη και πολυδιαβασμένη, άφησε πίσω της τραγούδια-σταθμούς για την ελληνική λαϊκή σκηνή – εισπράττοντας ωστόσο για το έργο της πενταροδεκάρες. Η Ευτυχία...

Στις 7 Ιανουαρίου του 1972 έφυγε από τη ζωή η σπουδαία στιχουργός του λαϊκού τραγουδιού Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου, η οποία σημάδεψε το λαϊκό τραγούδι με τις αναρίθμητες δημιουργίες της. Παθιασμένη με τη ζωή και το τζόγο, αθυρόστομη και πολυδιαβασμένη, άφησε πίσω της τραγούδια-σταθμούς για την ελληνική λαϊκή σκηνή – εισπράττοντας ωστόσο για το έργο της πενταροδεκάρες.

Η Ευτυχία Χατζηγεωργίου-Οικονόμου, κατόπιν Νικολαΐδου και τελικά Παπαγιαννοπούλου γεννήθηκε στο Αϊδίνι της Μικράς Ασίας το 1893. Γλίτωσε από τη σφαγή του 1922, φορτωμένη σε μια μαούνα, μαζί με τη μητέρα και τις δυο κόρες της. Στην Ελλάδα η ζωή της ήταν περιπετειώδης και γεμάτη πάθη. Αρχικά ασχολήθηκε με την ηθοποιία, εργάστηκε ως δασκάλα (είχε πτυχίο από την Μικρά Ασία) ενώ ασχολήθηκε και με την ποίηση.

Το 1948 ξεκινά να γράφει στίχους για τραγούδια, πωλώντας τους για μηδαμινά ποσά προκειμένου να τροφοδοτεί το πάθος που ανέπτυξε μετά το χαμό της μιας κόρης της, για την τράπουλα. Ενδεικτικό είναι το ότι το «Δυό πόρτες έχει η ζωή» το πούλησε έναντι 250 δραχμών και τα «Ηλιοβασιλέματα» έναντι 300. Το πρώτο της τραγούδι που μελοποιήθηκε από τον Τσιτσάνη ήταν το «Για μια γυναίκα χάθηκα», το οποίο γραμμοφωνήθηκε στις 15 Μαρτίου 1951, ενώ με δική του παραγγελία είχε γράψει τους στίχους για το γνωστό σε όλους πλέον τραγούδι «Τα καβουράκια».

Ο Λευτέρης Παπαδόπουλος έχει γράψει στο βιβλίο του, για την Ευτυχία «Όλα είναι ένα ψέμα»: «Η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου… Τη θυμάμαι πάντοτε, μ’ ένα μαντίλι στα μαλλιά, να με κοιτάζει με το πονηρό της βλέμμα και ξάφνου να μου πετάει ένα δίστιχο, όπως “Σαράντα μέρες και άλλη μια /περπάτησα στην ερημιά”, για να δει, από την έκφραση των ματιών μου, αν μου άρεσε και πόσο. Και άλλοτε να με βρίζει, επειδή μου είπε, με τη βραχνή, τσακισμένη απ’ το τσιγάρο φωνή της,’ “Να ‘ταν ο πόνος άνθρωπος / να ‘ερχόμαστε στα χέρια”, κι εγώ έμεινα απαθής. Και άλλοτε, πάλι, να μου επαναλαμβάνει ένα ολόκληρο πρωινό δύο στίχους για να μου μαλακώσει την ψυχή, επειδή ήμουν σεκλετισμένος: “Πέρασα νύχτα’ απ’ τη ζωή / και με κλειστά τα μάτια…»

Διαβάστε όλο το θέμα στο TVXS.gr