Μετά από τριάμισι χρόνια Κατοχής τα γερμανικά στρατεύματα αποχώρησαν από την Ελλάδα τον Οκτώβριο του 1944. Το τέλος της Κατοχής δεν έφερε την ειρήνη στη χώρα. Οι συγκρούσεις μεταξύ της μεγαλύτερης οργάνωσης του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ αφενός με άλλες αντιστασιακές οργανώσεις και αφετέρου με τους ένοπλους συνεργάτες των Ναζί είχαν δημιουργήσει μια κατάσταση πόλωσης και βίας, η...

Μετά από τριάμισι χρόνια Κατοχής τα γερμανικά στρατεύματα αποχώρησαν από την Ελλάδα τον Οκτώβριο του 1944. Το τέλος της Κατοχής δεν έφερε την ειρήνη στη χώρα. Οι συγκρούσεις μεταξύ της μεγαλύτερης οργάνωσης του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ αφενός με άλλες αντιστασιακές οργανώσεις και αφετέρου με τους ένοπλους συνεργάτες των Ναζί είχαν δημιουργήσει μια κατάσταση πόλωσης και βίας, η οποία είχε επιδεινωθεί από την οικονομική κατάρρευση και τη δυστυχία που είχαν προκαλέσει οι κατακτητές. Η επιστροφή της εξόριστης ελληνικής κυβέρνησης από το Κάιρο στην Αθήνα μόνο προσωρινά κατεύνασε τα πνεύματα.

Η διαφωνία των υπουργών του ΕΑΜ με την κυβέρνηση του Γεωργίου Παπανδρέου σχετικά με τη συγκρότηση του μελλοντικού στρατού, οδήγησε στην παραίτηση τους. Η οριστική ρήξη ανάμεσα στο ΕΑΜ και την κυβέρνηση ήλθε στις 3 Δεκεμβρίου 1944, όταν η αστυνομία πυροβόλησε κατά του πλήθους που είχε συγκεντρωθεί μετά από κάλεσμα του ΕΑΜ. Το ΕΑΜ κινητοποίησε τον εφεδρικό ΕΛΑΣ και τις μονάδες που βρίσκονταν κοντά στην Αθήνα με αποτέλεσμα η στρατιωτική σύγκρουση να γενικευτεί και να περάσει στην ιστορία με την ονομασία Δεκεμβριανά. Η κυβέρνηση είχε την πολύτιμη στρατιωτική βοήθεια της Μ. Βρετανίας και τελικά μετά από σκληρές μάχες 33 ημερών στην πρωτεύουσα, οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ υποχρεώθηκαν να αποσυρθούν στις 5 Ιανουαρίου 1945. Στα Δεκεμβριανά ο ΕΛΑΣ έχασε 2.000-3.000 άνδρες, ενώ άλλοι περίπου 7.500 πιάστηκαν αιχμάλωτοι. Από την κυβερνητική πλευρά σκοτώθηκαν 3.500 άνδρες, και οι Βρετανοί έχασαν 300 άνδρες. Η μάχη της Αθήνας σημαδεύτηκε από πολλές αγριότητες καθώς και από τη σύλληψη 8.000 ομήρων από τον ΕΛΑΣ, οι οποίοι μεταφέρθηκαν σε στρατόπεδα μακριά από την Αθήνα.

Διαβάστε επίσης: «Δεκεμβριανά 1944» του Μενέλαου Χαραλαμπίδη

Στις 12 Φεβρουαρίου 1945 υπογράφτηκε η τελευταία πράξη των Δεκεμβριανών, η συμφωνία της Βάρκιζας. Η συμφωνία είχε ως στόχο να καθορίσει το πλαίσιο του πολιτικού βίου μετά τα δεδομένα που είχε διαμορφώσει η ήττα του ΕΑΜ. Επικεφαλής της αντιπροσωπείας του ΕΑΜ ήταν ο Γ. Σιάντος και επικεφαλής της κυβέρνησης Πλαστήρα ήταν ο υπουργός Εξωτερικών Ι. Σοφιανόπουλος. Η Συμφωνία της Βάρκιζας όριζε ότι ο ΕΛΑΣ θα διαλυόταν και οι άνδρες του θα παρέδιδαν τον οπλισμό τους. Η κυβέρνηση από την άλλη πλευρά δεσμευόταν να εξασφαλίσει τα συνταγματικά δικαιώματα και τις ατομικές ελευθερίες, να εκκαθαρίσει τον κρατικό μηχανισμό από όργανα της μεταξικής δικτατορίας και συνεργάτες των Γερμανών και να προχωρήσει στη διενέργεια δημοψηφίσματος για το πολιτειακό και σε εκλογές. Τέλος, προβλεπόταν η αμνηστία των πολιτικών αδικημάτων που είχαν διαπραχθεί κατά τα Δεκεμβριανά, εκτός από τα κοινά αδικήματα «τα οποία δεν ήσαν απαραιτήτως αναγκαία δια την επιτυχίαν του πολιτικού αδικήματος».

Η εξαίρεση των κοινών αδικημάτων από την αμνηστία θα είναι αυτή που θα επιτρέψει τη μαζική δίωξη μελών του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ τους μήνες που θα ακολουθήσουν. Το ΕΑΜ, από την πλευρά του, μόνο εν μέρει τήρησε τη Συμφωνία της Βάρκιζας. Με εντολή του Κομμουνιστικού Κόμματος ένα μεγάλο μέρος του οπλισμού του ΕΛΑΣ αποκρύφτηκε, το οποίο όμως δεν χρησιμοποιήθηκε παρά μόνο ένα χρόνο αργότερα (και αφού η Εθνοφυλακή είχε ανακαλύψει πολλές από τις κρυψώνες). 

Διαβάστε όλο το θέμα στο TVXS.gr