Η νύχτα των Ζωντανών ΝεκρώνΣε μια φιλήσυχη μικρή πόλη της κεντρικής Αμερικής, ονόματι Centerville...

Η νύχτα των Ζωντανών Νεκρών

Σε μια φιλήσυχη μικρή πόλη της κεντρικής Αμερικής, ονόματι Centerville, οι κάτοικοι αναστατώνονται, όταν αγέλες νεκρών που έχουν σηκωθεί απ’ τους τάφους, επιτίθενται και σκοτώνουν τους πολίτες. Κάθε κάτοικος θα πρέπει να επιβιώσει απ’ την αιματηρή επίθεση των ζόμπι.

Τρία χρόνια μετά το αξιόλογο Patterson, ο Jarmusch επιστρέφει πιστός στο κινηματογραφικό του ραντεβού, έχοντας αυτή τη φορά στις αποσκευές του, μια ματωμένη μαύρη κωμωδία, με κεντρικό άξονα τα ζόμπι Μετά τα βαμπίρ του Only Lovers Left Alive, ο Jarmusch χρησιμοποιεί τους νεκροζώντανους ως όχημα αφήγησης της ιστορίας του, που αποτελεί μια ξεκάθαρη αλληγορία της πλήρους ηθικής και πνευματικής κατάπτωσης του ανθρώπινου είδους και όχι μόνο. Το The Dead Don’t Die, είναι συνολικά μάλλον το πιο αδύναμο φιλμ του Jarmusch, ωστόσο αυτό δεν σημαίνει επ’ ουδενί πως είναι κακό, αντιθέτως νοηματικά και ως προς αυτά που έχει να πει, είναι ίσως το πιο ώριμο και κατασταλαγμένο. Γενικώς, ο Jarmusch κάνει εξαρχής σαφείς τις προθέσεις του, στήνει έναν γνώριμα JarmuschΙκό μικρόκοσμο στην πόλη-φάντασμα του Centerville, γνωρίζει έναν έναν τους κατοίκους της στο θεατή, δημιουργώντας μικρές μικρές παράλληλες ιστορίες, διαφορετικών προσωπικοτήτων, ωστόσο το ίδιο παράξενων και αινιγματικών, για να ταιριάζουν στο μινιμαλιστικό και αφαιρετικό ύφος του φιλμ. Στοιχεία γνώριμα για τους λάτρεις του ευφυούς αυτού δημιουργού, που πολλές φορές συλλαμβάνει έννοιες πολύ παραπάνω απ’ το μέσο όρο αντίληψης, απλά παρατηρώντας τον κόσμο και καυτηριάζοντας όλη την επικαιρότητα, μέσα απ’ το προσωπικό φίλτρο του.

Κάτι αντίστοιχο επιχειρεί και εδώ, δυστυχώς εκτελεστικά δεν το πετυχαίνει πάντα για διάφορους λόγους, κάτι που αδικεί το εν λόγω φιλμ που είχε τόσο καλές αρχικές προθέσεις και σύλληψη, αλλά ακόμα και έτσι, περνάει τα μηνύματά του με αξιοπρεπή τρόπο, καθώς επ’ ουδενί δεν πρόκειται για φιλμ κακό ή αδιάφορο. Ο βετεράνος δημιουργός, πλησίασε περισσότερο από ποτέ, τον όρο αριστούργημα με το Dead Man του 1995, ωστόσο διατηρεί ακόμα την προσωπική του ματιά, που στο Dead Don’t Die, είναι πιο πικρόχολη, σκοτεινή και απαισιόδοξη όσο ποτέ. Ο Jarmusch, μέσα απ’ την παρωδία ταινιών με ζόμπι και κυρίως της τριλογίας του George Romero, αλλά και επιρροές-αναφορές στον Hitchcock με τα Πουλιά και άλλες δημιουργίες, φτιάχνει στην ουσία ένα ρέκβιεμ, αναφερόμενος στην κατάπτωση του ανθρώπινου είδους και την ολική, τελική σταδιακή εξαφάνισή του, μέσα απ’ τον ίδιο του τον κανιβαλισμό, με εικόνες βγαλμένες κατευθείαν απ’ την επίκαιρη Αποκάλυψη, με τρόπο κωμικό μεν, κατάμαυρο ωστόσο και νιχιλιστικό. Πρόκειται για μια σύλληψη εύστοχη, που αφορά όλους, ενώ δίχως να είναι πρωτότυπη, ο Jarmusch καταφέρνει και δίνει παλμό και τελετουργικό-μυστηριακό ύφος στην ταινία του, δημιουργώντας αρχικά μια αίσθηση αόρατης απειλής και φόβου, πριν τα ζόμπι εμφανιστούν, ενώ όταν αυτό συμβαίνει, ο Jarmusch με ύφος ξεκάθαρα χιουμοριστικό, πετά στην οθόνη τόνους gore, διασκεδάζοντας ο ίδιος, πάντα στο γνώριμο ύφος του.

Δυστυχώς, εκτελεστικά το φιλμ πάσχει σε κάποια σημεία, όπως κάποιες σκηνές που δεν οδηγούν κάπου παραπάνω την πλοκή, αν και θα ‘πρεπε, καθώς έχουμε στιγμές φλυαρίας εδώ και εκεί, με τους χαρακτήρες να αναλώνονται σε κάποιες στιχομυθίες χωρίς κάποιο στιβαρό περιεχόμενο, πράγμα που κουράζει μερικές φορές. Ένσταση επίσης, υπάρχει και για τη διεύθυνση ηθοποιών, που παραείναι υποτονικοί αρκετές στιγμές, πράγμα κατανοητό μεν για τον τόνο που ο δημιουργός ήθελε να δώσει, δεν του βγαίνει πάντα όπως θα’θελε ωστόσο, ενώ έχουμε και μια γενικότερη αίσθηση του προβλέψιμου, γνωρίζοντας εξαρχής που οδεύει το πράγμα, χωρίς περαιτέρω εκπλήξεις. Είναι γενικές λεπτομέρειες, που τοποθετούν το φιλμ ένα κλικ πιο κάτω, συγκριτικά με άλλες δημιουργίες του Jarmusch, είναι όμως αξιοπρεπές, με κάποιες ποιητικές στιγμές, κάποια δείγματα ευφυούς χιούμορ και ατάκες που βγάζουν γέλιο, ενώ η όλη ατμόσφαιρα και ταυτότητα του ανεξάρτητου δημιουργού είναι παρούσα, με κάποιες σκηνές ιδιαιτέρως μεθυστικές και οπτικά διεγερτικές. Μέσα στο φιλμ υπάρχουν δύο με τρεις σεκάνς, μαεστρικά σκηνοθετημένες, με έντονο trip ύφος που καθηλώνει και ταξιδεύει, όπως και το προβλέψιμο, κατά τα άλλα φινάλε (δυστυχώς), ωστόσο η ατμόσφαιρα που στήνει ο Jarmusch, σε συνδυασμό με τις έξοχες μελωδίες του Tom Waits, μένουν στο μυαλό σου αρκετή ώρα μετά τη θέαση.

Μέσα λοιπόν στις (υπαρκτές) αστοχίες του, το The Dead Don’t Die, διαθέτει ένα σκηνοθέτη, που παρά το ότι εδώ, δεν είναι στις κορυφές του, καταφέρνει να διατηρήσει την αισθητική του και να προειδοποιήσει, με σκοτεινά κωμικό και παρωδιακό τρόπο τον κόσμο, για τον επερχόμενο ολικό εκφυλισμό του. Μαζί με τον Jarmusch, οι γνώριμοι γι’ αυτόν, Bill Murray και Adam Driver, είναι αρκούντως ικανοποιητικοί ως κεντρικό πρωταγωνιστικό δίδυμο, πάντα στον τόνο που σκηνοθέτης τους καθοδηγεί, με μόνο παράπονο, το παραπανίσιο υποτονικό ύφος, καθώς τους λείπει η λίγη παραπάνω ένταση που χρειαζόταν . Το ίδιο ισχύει και για τους υπόλοιπους ικανότατους ηθοποιούς, το Steve Buscemi, το Danny Glover, την Chloe Sevigny, την Tilda Swinton, ενώ bonus έχουμε την συμμετοχή του Iggy Pop ως ζόμπυ, του Tom Waits ως ερημίτη και του RZA των Wu-Tang Clan. Όλο το Jarmuschικό σύμπαν είναι εδώ παρόν, σε μια εκτελεστικά όχι δυνατή στιγμή του δημιουργού, αλλά με κάποια αξιόλογα σημεία και αλληγορίες που βρίσκουν εν τέλει τον στόχο τους.

Πηγή: IGN Greece