Far from purr-fectΌπως και οι γάτες-ninja πρωταγωνιστές του, το Claws of Furry έχει και αυτό εφτά...

Far from purr-fect

Όπως και οι γάτες-ninja πρωταγωνιστές του, το Claws of Furry έχει και αυτό εφτά ζωές. Το studio που το ανέπτυξε μπορεί να απέτυχε να συγκεντρώσει το ποσό-στόχο των 10.000$ στην καμπάνια του στο Kickstarter, αλλά συνέχισε την προσπάθεια να φέρει τη δημιουργία του στο ευρύ κοινό. Και τελικά οι προσπάθειες της Terahard στέφθηκαν με επιτυχία, αφού φέτος το Claws of Furry κυκλοφόρησε για PC και όλες τις οικιακές κονσόλες.

Μπορείτε να παίξετε μόνοι σας ή παρέα με έως τρεις άλλους παίκτες, αλλά σε κάθε περίπτωση ο στόχος σας είναι να διασχίσετε έναν μεγάλο αριθμό levels, να σκοτώσετε ότι κινείται σε αυτά και να σώσετε τον master από το σατανικό σκύλο σε mech suit που τον απήγαγε. To οπλοστάσιό σας αποτελείται από light και heavy attacks, μια ranged attack στην οποία πετάτε ψάρια στους κακόμοιρους εχθρούς σας, και ένα roll που σας επιτρέπει να αποφύγετε επιθέσεις. Τέλος, έχετε στη διάθεση σας και μια ultra attack, για να την χρησιμοποιήσετε όμως θα πρέπει να γεμίσετε μια μπάρα κάνοντας κανονικές επιθέσεις.

Πέρα από το βασικό campaign, υπάρχει και το arena mode, στο οποίο πρέπει να επιβιώσετε ενάντια σε πλήθη εχθρών ολοένα και αυξανόμενης δυσκολίας. Στο campaign τώρα, έχετε να διαλέξετε ανάμεσα στο roguelite και το pussycat mode. Στο πρώτο αν πεθάνετε θα ξαναγυρίσετε στην αρχή και τα levels είναι κάθε φορά ελαφρώς διαφορετικά, ενώ στο δεύτερο σώζεται η πρόοδος σας στο τέλος κάθε πίστας και αν πεθάνετε ξαναρχίζετε από το τελευταίο checkpoint.

Ξεκινώντας σόλο, αποφάσισα να δοκιμάσω το roguelite mode καθότι δεν είμαστε και γατάκια. Τα πρώτα levels ήταν σχετικά εύκολα, και με τονωμένη αυτοπεποίθηση έφτασα στο πρώτο boss. Ένα ποντίκι σκαρφαλωμένο στην πλάτη ενός γιγάντιου και γραμμωμένου(!?) αρουραίου, ο οποίος κινείται σχετικά αργά αλλά κάνει μεγάλη ζημιά. Μόλις έβγαλα νοκ-άουτ το ξαδερφάκι του, ο αρουραίος αποφάσισε να αναπτύξει δική του προσωπικότητα και να εκδικηθεί τον θάνατο του ποντικού. Για τα επόμενα δέκα λεπτά η μάχη μπορεί να περιγραφεί ως εξής: χτυπάμε τα διάφορα minions που εμφανίζονται κάθε λίγο και λιγάκι, γεμίζουμε την μπάρα της ultra attack, την χρησιμοποιούμε στον αρουραίο. Και πάλι από την αρχή….

Λίγο μετά τη θριαμβευτική μου νίκη ενάντια στα δυο τρωκτικά, πέθανα. Και έπρεπε να ξανακάνω τα πάντα από την αρχή. Σε μια εντελώς άσχετη νότα, αποφάσισα να δοκιμάσω και το pussycat mode. Σε αυτό, αν πεθάνετε πολεμώντας ένα boss δεν επιστρέφετε στο ίδιο ακριβώς σημείο, αλλά στην αρχή του προηγούμενου level, το οποίο θα μάθετε να καθαρίζετε με κλειστά τα μάτια. Μια περίεργη απόφαση, η οποία κάνει τις επανειλημμένες αποτυχίες ακόμα πιο κουραστικές.

Η κούραση φαίνεται να είναι η λέξη-κλειδί που περιγράφει την single-player εμπειρία, καθώς παρά το γεγονός ότι τα levels χωρίζονται σε τέσσερις “περιοχές”, κάθε μια εκ των οποίων έχει το δικό της διαφορετικό στυλ, η επανάληψη στην οποία πέφτει ο παίχτης γίνεται γρήγορα βαρετή. Θα καθαρίσετε έναν αριθμό levels από εχθρούς, θα νικήσετε ένα boss και θα προχωρήσετε παρακάτω. Η έλλειψη οποιουδήποτε ίχνους εξέλιξης στο gameplay σημαίνει ότι γρήγορα θα χάσετε κάθε θέληση να συνεχίσετε να ασχολείστε.

Τα πράγματα βέβαια αλλάζουν δραματικά στο multiplayer. H απλότητα που λειτουργούσε ως τροχοπέδη με μόνο έναν παίκτη, τώρα είναι πλεονέκτημα, καθώς είναι εύκολο να συνηθίσει κανείς τα controls και να μπει σε ένα τρέχον παιχνίδι παρέα με πιο έμπειρους παίκτες. Τελικά εδώ, παρέα με τρείς φίλους σε έναν καναπέ, το Claws of Furry είναι στα καλύτερά του. Οι εχθροί, που ίσως είναι υπερβολικά πολλοί ή δύσκολοι για έναν μόνο παίχτη δεν έχουν την παραμικρή ελπίδα ενάντια σε μια παρέα ninja γάτων. Είναι μια εντελώς διαφορετική και σαφώς ανώτερη εμπειρία, που δίνει την εντύπωση ότι o τίτλος σχεδιάστηκε με βάση το multiplayer και ότι το single-player είναι μια έξτρα προσθήκη χωρίς ιδιαίτερο βάθος.

Τα γραφικά είναι σχετικά καλά, με μια πολύχρωμη 80s αισθητική να επικρατεί τόσο στα levels όσο και στους χαρακτήρες. Δυστυχώς ο ακουστικός τομέας δεν είναι αντίστοιχα καλός, με την μουσική να είναι σχετικά αδιάφορη και τα νιαουρίσματα των χαρακτήρων άκρως εκνευριστικά. Επιπλέον, ο σχεδιασμός των levels και η τοποθέτηση των εχθρών σε αυτά χρήζουν βελτίωσης. Στον αντίποδα αυτών των προβλημάτων όμως, τα εξαιρετικά ανταποκρίσιμα controls και η ιδιαίτερα fluid κίνηση των χαρακτήρων συνεισφέρουν σημαντικά στην συνολική εμπειρία.

Το review βασίστηκε στην ψηφιακή έκδοση του παιχνιδιού για το PS4, η οποία μας παραχωρήθηκε από την Terahard.

Πηγή: IGN Greece