Λίγη αγάπη για τον Venom/Tom Hardy.
Η Sony δεν τα παρατάει στην προσπάθεια της να κρατήσει τον κόσμο του Spider-Man ζωντανό και στα δικά της χέρια. Μπορεί να έδωσε λοιπόν την άδεια στην Marvel να βάλει το χεράκι της στο “Spider-Man: Homecoming”, αλλά η ίδια αποφάσισε να δημιουργήσει το δικό της σύμπαν με γνωστούς δευτερεύοντες χαρακτήρες της μυθολογίας του ήρωα, ξεκινώντας με τον αγαπητό αντι-ήρωα Venom.
Μετά από ένα σκάνδαλο, ο δημοσιογράφος Eddie Brock επιχειρεί να δώσει ξανά πνοή στην καριέρα του, διερευνώντας το ίδρυμα Life Foundation. Εκεί όμως έρχεται σε επαφή με μια εξωγήινη μορφή ζωής που δένεται μαζί του, του δίνει υπερδυνάμεις, με την προϋπόθεση όμως να μοιράζονται το ίδιο σώμα.
H απουσία του Spider-Man ήταν, από την ανακοίνωσή της ακόμα, σημαντικό θέμα για την ιστορία της ταινίας, αλλά και για το γεγονός πως δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί στο έπακρο η μυθολογία του ήρωα, μιας και η μισή είναι δανεισμένη στην Marvel Studios. Αυτοί οι περιορισμοί είναι αισθητοί λοιπόν, παρά τις υπεράνθρωπες προσπάθειες του Tom Hardy ως Eddie/Venom να της δώσει νόημα. Μέχρι τη στιγμή που ο Venom κάνει την εμφάνιση του, η ταινία δεν έχει ψυχή.
Το πρώτο κεφάλαιο της ταινίας χρησιμοποιείται ως εισαγωγή των symbiotes (συμβιοτικών όπως μεταφράστηκαν), του Eddie και του ιδρύματος LIFE, αλλά κρατάει πολύ περισσότερο απ’ όσο χρειαζόταν, με αποτέλεσμα να επαναλαμβάνεται ή να χάνει χρόνο σε πράγματα που ήδη έχουμε κατανοήσει. Οπότε, όταν ο Venom έρχεται στο προσκήνιο, η αλλαγή στην ατμόσφαιρα και στον ρυθμό της ταινίας είναι ραγδαία. Ακόμα και τότε όμως, το σενάριο δεν βοηθάει καθόλου, ούτε την ανάπτυξη των χαρακτήρων, ούτε το βάθος της ιστορίας που θυμίζει ένα μέτριο filler επεισόδιο στον κόσμο των υπερηρωικών ταινιών. Ευτυχώς, η διάρκεια της ταινίας είναι μικρή – λίγο παραπάνω από μιάμιση ώρα – που σε συνδυασμό με το πάθος του Hardy για τον ρόλο, σε βοηθάνε να αγνοήσεις τις αρκετές απροσεξίες της και όντως να ευχαριστηθείς αυτό που βλέπεις, για όσο κρατήσει χωρίς να σε κουράζει.
Εμφανής είναι η προσπάθεια του σκηνοθέτη, Ruben Fleischer, να δημιουργήσει μια πιο ενήλικη ταινία, αλλά συγχρόνως κατάλληλη για άνω των 13. Παρατηρείται εύκολα ότι το “Venom” πάει να γίνει βίαιο και πιο τρομακτικό, αλλά μόλις πλησιάζει το όριο αυτό, πισωγυρίζει προσπαθώντας να μην χάσει το ηλικιακό κοινό του, με αρκετές σκηνές να φαίνεται σαν να κόπηκαν λίγο πιο απότομα απ’ ό,τι υπολογιζόταν ή από οπτικές γωνίες που δεν προσφέρουν τίποτα στον θεατή, πέρα από την ιδέα ότι κάτι συμβαίνει.
Όπως προαναφέρθηκε, είναι ο Hardy που κουβαλάει όλη την ταινία πάνω του. Όχι μόνο δεν απογοητεύει, αλλά αναδεικνύει το δίδυμο Eddie/Venom μέσα από μια εξαιρετική και προσεκτική σωματική και φωνητική ερμηνεία, καθώς φαίνεται ότι ο Venom είναι το μοναδικό πράγμα σε όλη την ταινία που όντως ασχοληθήκαν να αναπτύξουν από όλες τις πλευρές του. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ήταν η κατάλληλη επιλογή για τον ρόλο.
Ο Riz Ahmed κάνει ό,τι καλύτερο μπορεί με ό,τι του έχει δοθεί, αλλά όσο καλός κι αν είναι, ο χαρακτήρας τού Carlton Drake είναι κενός. Δεν αποτελεί ποτέ κανέναν σοβαρό αντίπαλο για την ταινία, μέχρι τα λίγα λεπτά που έρχεται ο Riot, κι οπότε δεν υπάρχει πια έτσι κι αλλιώς. Οπότε, ο Ahmed το μόνο που τουλάχιστον καταφέρνει, είναι να μην έχουμε μια κακή ερμηνεία από μέρους του να μας βασανίζει και να βοηθήσει λίγο παραπάνω μια μέτρια ταινία να γίνει άξια προβολής. Μια παρόμοια κατάσταση επικρατεί και στον ρόλο της Michelle Williams, μόνο που η χημεία της με τον Hardy είναι ανύπαρκτη και δεν δίνεται η ευκαιρία στον θεατή να αποφασίσει αν τους θέλει μαζί ή όχι, ή ακόμα και πόσο απαραίτητη ήταν η ύπαρξή της.
IGN Greece
Πηγή: IGN Greece