Ο ιός εξαπλώνεται.Ο Σαμ θα ξυπνήσει σε ένα διαμέρισμα, μετά από ένα έξαλλο πάρτι. Ορδές από ζόμπι...

Ο ιός εξαπλώνεται.

Ο Σαμ θα ξυπνήσει σε ένα διαμέρισμα, μετά από ένα έξαλλο πάρτι. Ορδές από ζόμπι έχουν κατακλύσει το Παρίσι, ενώ εκείνος είναι ο μόνος επιζώσας. Ο Σαμ προσπαθεί να οχυρωθεί στο κτίριο και να επιβιώσει, έχοντας παράλληλα ν’ αντιμετωπίσει τη μοναξιά και την απομόνωση.

Βασισμένο σε μυθιστόρημα του Pit Agarmen, είναι τούτο εδώ το low budget Γαλλικό φιλμ του Dominique Rocher, με τον σκηνοθέτη να έχει σκοπό να δημιουργήσει μια ταινία με ζόμπι, αλλά και δράμα χαρακτήρα, σε έναν ιδιότυπο συνδυασμό και με όπλο την ελευθερία που παρέχει σ’ ένα καλλιτεχνικό έργο, η απόσταση απ’τα μεγάλα στούντιο. Οι ταινίες με ζόμπι, είναι ένα θέμα προσφιλέστατο στο σινεμά φαντασίας και τρόμου, απ ‘τις πρώτες δεκαετίες του κινηματογράφου, μέχρι το Night of the living Dead του G.Romero, αλλά και την ιταλική gore σχολή του Lucio Fulci και άλλων, το είδος έχει πάντα την τιμητική του στους λάτρεις του exploitation-grindhouse. Ο D.Rocher εδώ, με μια ευρωπαϊκή οπτική και αισθητική ανεξάρτητου σινεμά, προσπαθεί να δώσει την δική του κατάθεση στο είδος, λοξοκοιτώντας προς τα μεγάλα ευρωπαϊκά φεστιβάλ, προκειμένου να κάνει ντόρο.

Ο D.Rocher επιχειρεί εδώ μια προσέγγιση που δεν του βγαίνει απόλυτα κατά τη διάρκεια του φιλμ, αν και ο ίδιος έχει τα φόντα ως σκηνοθέτης και γνώστης του σινεμά, για πολύ καλύτερα πράγματα στο μέλλον, ωστόσο εδώ η επιλογή του να κεντράρει κυρίως στο δράμα της μοναξιάς του κεντρικού ήρωα, μοιάζει άστοχη καθώς παραγκωνίζει αυτό που αρχικά υπόσχεται. Οι λάτρεις του είδους με ζόμπι ίσως απογοητευτούν σε σημεία, καθώς η αίσθηση μιας ταινίας ζωντανών νεκρών, περνά σε δεύτερη μοίρα (όχι βέβαια ότι δεν υπάρχει) σε σχέση με την προσωπογραφία και την τραγική ιστορία του ήρωα και την όλη αίσθηση απομόνωσης που τον περιβάλλει, θέμα στο οποίο στηρίζεται κυρίως η ταινία και δευτερευόντως στο να κάνει focus στους λατρεμένους-απεχθείς απέθαντους. Πρόκειται για μια προσπάθεια ακτινογραφίας, ενός χαρακτήρα μοναχικού, με μια απεγνωσμένη ανάγκη για επικοινωνία και με έντονη την αίσθηση της εγκατάλειψης, στοιχεία τα οποία ο δημιουργός περνά με μια σειρά από μεταφορές και αλληγορίες για το σύγχρονο κοινωνικό γίγνεσθαι, τις απόμακρες και ζωώδεις ανθρώπινες συμπεριφορές και σχέσεις, καθώς και τη διαλυμένη επικοινωνία στη σύγχρονη κοινωνία του χάους και της ανασφάλειας. Τα ζόμπι στην ουσία, αποτελούν για τον Γάλλο δημιουργό, τον παραμορφωμένο καθρέφτη-αντίκτυπο της αποξένωσης-αποκτήνωσής μας ως μάζα και την μοναξιά που εξαπλώνεται σαν επιδημία. Όλα αυτά είναι απόλυτα κατανοητά ως πρόθεση του δημιουργού, ωστόσο συνολικά δεν πρόκειται για κάτι που δεν έχουμε ξαναδεί, ούτε προσθέτει κάτι καινούριο στην κινηματογραφική φιλμογραφία των ζόμπι με συνταρακτικό τρόπο.

Μείον αποτελεί το γεγονός των σεναριακών κενών που υπάρχουν σε αρκετά σημεία και τις ασάφειες που δημιουργούνται, ενώ ο δημιουργός προσπαθεί να κάνει τη φαντασία μας να καλπάσει, με υπαινιγμούς που δεν λέγονται, αλλά που ωστόσο δεν προσφέρουν καθόλου σασπένς η την απαραίτητη ένταση που θα χρειαζόταν και που η απουσία της είναι εμφανής. Εύλογο είναι το παράδοξο συμπέρασμα, πως δεν γνωρίζουμε σχεδόν τίποτα για τον κεντρικό ήρωα, ούτε για την επέλαση των ζόμπι στους Παριζιάνικους δρόμους, σχετικά με το πως αυτή συνέβη, την αφορμή, ούτε και το ενδιαφέρον του κεντρικού ήρωα να ψάξει κάπως το θέμα, κάτι που θα δημιουργούσε σασπένς που θα υποστήριζε καλύτερα την όλη ατμόσφαιρα. Σκηνοθέτης και σεναριογράφοι, φτιάχνουν κυρίως μια ταινία επιβίωσης του ήρωα, μην καταφέρνοντας ωστόσο να τον κάνουν ιδιαίτερα οικείο και προσιτό, αφήνοντάς μας μια αίσθηση αποστασιοποίησης και ουδετερότητας, ενώ οι αργοί ρυθμοί δεν δίνουν τον ελεγειακό τόνο που επιθυμεί ο δημιουργός, αλλά περισσότερο κουράζει.

Οφείλουμε να τονίσουμε την πολύ καλή δουλειά που έχει γίνει στα ειδικά εφέ των ζόμπι και το μακιγιάζ, που είναι αρκούντως τρομακτικό, όπως και το Αποκαλυπτικό σκηνικό των γύρω δρόμων που δημιουργεί ατμόσφαιρα, ενώ οι αναφορές στο βιβλίο I Am Legend του Richard Matheson και το Night of the living Dead του Romero είναι εμφανείς. Κάποιες επιρροούλες από αντίστοιχα video games όπως το Silent Hill, είναι που και που διακριτές, ωστόσο το Night Eats the World, παρά τα καλά του σημεία και τη φιλότιμη παρουσία του πρωταγωνιστή στον υποκριτικό τομέα, δεν καταφέρνει να δώσει το κάτι παραπάνω στο είδος, ενώ παρουσιάζει μια ταυτότητα, ολίγον μπερδεμένη.

Πηγή: IGN Greece