Στο τέλος θα επιβιώσει ο ισχυρότερος.
Ο πρίγκιπας Phillip, θα ζητήσει σε γάμο τη βαφτιστήρα της μάγισσας Maleficent, Aurora. Οι δύο γυναίκες θα βρεθούν αντιμέτωπες, ενώ η Maleficent, θα στραφεί ενάντια στο βασίλειο.
Συνέχεια του Maleficent του 2014, το νέο φιλμ έχει στις τάξεις της τον Νορβηγό Joachim Ronning, στη σκηνοθετική καρέκλα, η Angelina Jolie και η Elle Fanning επανέρχονται στους ρόλους της Maleficent και Aurora αντίστοιχα, ενώ στο cast έχει προστεθεί και η πανάξια Michelle Pfeiffer, αντίπαλος εδώ της Maleficent, σε ένα παραμύθι στο ύφος των τελευταίων σκοτεινών-ανήλικων ταινιών της Disney. Όλο το παραμυθένιο σύμπαν της μάγισσας Maleficent, είναι παρών και εδώ, με φευγάτα τοπία, ξωτικά, παράδοξα πλάσματα και όντα, τερατόμορφες υπάρξεις, ενώ το περισσότερο βάρος δίνεται στην σύγκρουση της Maleficent, με την αντίπαλό της, που εδώ ενσαρκώνει εξαιρετικά η Michelle Pfeiffer. Πρόκειται για μια απ’ τις καλύτερες προσθήκες στο φιλμ, καθώς η Pfeiffer, δείχνει μοναδική και στο συγκεκριμένο ρόλο, που πραγματικά ανεβάζει όλο το συνολικό επίπεδο όποτε εμφανίζεται, σε κάθε της σκηνή, διαθέτοντας μεγάλη επιβλητικότητα και εκτόπισμα, μέσα σε μια γενικότερη μετριότητα.
Γενικώς το νέο Maleficent, παρουσιάζει και αφηγείται επαρκώς τα γεγονότα που πραγματεύεται, μέσα όμως σε μια άκρα διεκπεραιωτική λογική, που είναι παρούσα σε κάθε πλάνο και κάθε σκηνή του φιλμ, απ’ τις ερμηνείες μέχρι το μοντάζ, κάτι που σβήνει κάθε σεναριακή έκπληξη και σασπένς, καθώς υπάρχει η συνολική αίσθηση του ότι όλα γίνονται εντελώς τυπικά, με μια αίσθηση ψυχρότητας στο όλο αποτέλεσμα. Έτσι, οδηγούμαστε σε ένα σχετικά αδιάφορο σύνολο, που ναι μεν θα ικανοποιήσει κάποιες μικρότερες ηλικίες, αλλά κρίνοντάς το σαν ολοκληρωμένο έργο, δεν μπορούμε να μην παρατηρήσουμε, τη νωχελικότητα που το διακρίνει και την έλλειψη έμπνευσης, καθώς όλα λειτουργούν εδώ στη λογική αυτόματου πιλότου. Εντυπωσιακές εικόνες με τοπία και παράξενα πλάσματα, ψηφιακής Disneyκής τεχνοτροπίας, δεν είναι αρκετά για να βγάλουν το φιλμ απ’ τη μετριότητα που το χαρακτηρίζει, κάτι για το οποίο ευθύνεται και ο ικανότατος Joacihm Ronning, που εδώ δεν δείχνει κάποια διάθεση για περαιτέρω έμπνευση, αφήνοντας λίγο ανεκμετάλλευτο το σεναριακό του υλικό, χωρίς να ενδιαφέρεται για κάτι παραπάνω. ‘Όλα αυτά είναι εμφανή και παρόντα εδώ, με κάποιους ηθοποιούς να προσπαθούν μόνοι τους να ξεχωρίσουν απ’ το σύνολο, χωρίς να έχουν δεχθεί κάποια ενδελεχή σκηνοθετική καθοδήγηση, όπως η εντυπωσιακή Pfeiffer, που και εδώ πλάθει έναν πολυδιάστατο χαρακτήρα, σε αντίθεση με τους γενικότερους μονοκόμματους και χάρτινους χαρακτήρες.
Αντιλαμβανόμαστε, ότι πρόκειται για μια ταινία που απευθύνεται σε νεαρότερες ηλικίες, αυτό ωστόσο δεν σημαίνει πως βασικοί παράγοντες πρέπει ν’ αφήνονται στην τύχη τους, η απλά να διεκπεραιώνονται, καθώς πολλά σημεία και λεπτομέρειες του νέου Maleficent, έχριζαν αρκετής βελτίωσης και προσοχής, κάτι το οποίο δεν έγινε. Γενικώς δίνεται η εντύπωση για κάτι το οποίο αφέθηκε, πράγμα εμφανές και σε σκηνές μάχης ή συμπλοκών, με τις αντίθετες δυνάμεις αρνητικών-κακών και καλών, σκηνοθετημένες βιαστικά χωρίς να δημιουργούν αγωνία, άσχετα αν η όλη παραμυθένια ατμόσφαιρα του φιλμ με κάποιες εντυπωσιακές εικόνες, κάποιες φορές ισορροπεί και χορταίνει το μάτι. Δυστυχώς δεν μένουν και πολλά πράγματα στο νου μετά το πέρας της προβολής, καθώς μιλάμε για κάτι χωρίς ψυχή, που δεν καταβάλλει καμία προσπάθεια για να ξεπεράσει τα στάνταρ του, ούτε για να αφηγηθεί καλύτερα την ιστορία του, προσφέροντας απλά ένα εύπεπτο προϊόν, το οποίο όμως κουράζει μέσα στη γενικότερη προβλεψιμότητα και δεν καταφέρνει να συγκινήσει. Συνολικά, έχουμε ένα άκρως επαναλαμβανόμενο μοτίβο της σύγκρουσης καλού-κακού, με πολλά κλισέ, ενώ οι δημιουργοί δεν δείχνουν διάθεση να κεντρίσουν περαιτέρω το ενδιαφέρον μας.
IGN Greece
Πηγή: IGN Greece