Ρούνοι, παραισθήσεις και δολοφονικά ένστικτα.Ένα ζευγάρι Αμερικανών, ταξιδεύει στη Σουηδία...

Ρούνοι, παραισθήσεις και δολοφονικά ένστικτα.

Ένα ζευγάρι Αμερικανών, ταξιδεύει στη Σουηδία, προκειμένου να φιλοξενηθεί από ένα φιλικό σπίτι, σε ένα ορεινό χωριό. Εκεί θα παρακολουθήσουν ένα ετήσιο καλοκαιρινό φεστιβάλ, μιας παγανιστικής αίρεσης, θέαμα που σιγά σιγά θα γίνει απειλητικό.

Πρόκειται για τη νέα ταινία του ταλαντούχου Ari Aster, που μετά εκείνο το εξαιρετικό “Hereditary”, έρχεται να δοκιμάσει κάτι αρκετά διαφορετικό σε φόρμα και ύφος, πάντα με τη μορφή ενός παραισθητικού trip, που εδώ ενίοτε θυμίζει Lynch. Ωστόσο ο Aster προσπαθεί να καθιερώσει ένα εντελώς ιδιόμορφο προσωπικό στυλ, που εδώ παρεπιπτόντως, δεν του βγαίνει απαραίτητα σε καλό. Θέλοντας να εξελίξει ένα βήμα παραπάνω το προσωπικό του ύφος,ο δημιουργός του Hereditary, στήνει εδώ ένα εντελώς ιδιόμορφο θρίλλερ, με background το επαρχιακό Σουηδικό τοπίο, πινελιές από Σκανδιναβική μυθολογία και μια περίεργη παγανιστική αίρεση με δολοφονικές και απειλητικές τάσεις. Αν και αρχικά ενδιαφέρον, το σενάριο του Ari Aster, δεν ικανοποιεί, ούτε εξελίσσεται με ενδιαφέρον, καθώς ο δημιουργός διακατέχεται έντονα, απ’την μανία των νέων δημιουργών για άκρατο πειραματισμό που θα εντυπωσιάσει, κάτι που εδώ χαντακώνει το “Midsommar”, που δεν καταφέρνει να μας πει σχεδόν τίποτα απ’τις αρχικές του υποσχέσεις.

Jack Reynor, Florence Pugh. Photo by Gabor Kotschy, Courtesy of A24.

Ο Aster είναι αναμφίβολα ένας ικανότατος τεχνίτης του σινεμά και του κινηματογραφικού φακού,κάτι που το απέδειξε και με το ντεμπούτο του, εδώ όμως υπάρχει η αίσθηση πως κάπου έχασε την μπάλα, ψάχνοντας ο ίδιος να καταλήξει στο ύφος που θέλει να καθιερώσει, καθώς ενώ το φιλμ ξεκινά με μια εξαιρετικά ατμοσφαιρική σκηνή, που προμηνύει αντίστοιχη συνέχεια, όταν η δράση μεταφέρεται στο βουνό, η όποια αίσθηση πλοκής και σασπένς εξαφανίζεται. Πρόκειται για μια όμορφη συρραφή, συχνά εφιαλτικών εικόνων, με μεγάλα κενά ανάμεσα στην όποια δράση και με έναν κουραστικό αργό ρυθμό που χωλαίνει και επιμένει σε πλάνα και σεκάνς, που δεν οδηγούν κάπου παραπάνω, με το αποτέλεσμα να δείχνει εγκλωβισμένο, σε μια συνεχή αίσθηση αναμονής για κάτι που θα’ρθει, χωρίς ποτέ να ολοκληρώνεται. Η σύλληψη της παγανιστικής αίρεσης, με τα αποτρόπαια έθιμα, αποτελούσε υλικό πρώτης τάξεως για τον δημιουργό, να δημιουργήσει ένα δαιδαλώδες, σκοτεινό φιλμ αγωνίας, απεναντίας ο Aster επιμένει σε μακρόσυρτες, άνευρες σκηνές τελετουργικών χωρίς κινηματογραφικό ενδιαφέρον, χαραμίζοντας έτσι κάποιες σκόρπιες καλές ιδέες και ατμοσφαιρικές σκηνές, όπως η εκπληκτική πρώτη, μην μπορώντας καθόλου να βάλλει σε τάξη το υλικό του.

Cast member, Gunnel Fred. Photo by Merie Weismiller Wallace, Courtesy of A24.

Αλήθεια είναι πως μέσα στο φιλμ, έχουμε κάποιες στιγμές πραγματικά εμπνευσμένες και ανατριχιαστικές, ενώ το μυαλό πάει έντονα στο Repulsion του Polanski σαν μεγάλη επιρροή για τον Aster, ενώ κάποιες σεκάνς είναι ενορχηστρωμένες με τρόπο επιβλητικό, κάτι που φανερώνει δημιουργό με όραμα και γνώση των κινηματογραφικών μέσων, εικόνας και ήχου, με τρόπο άκρως ιδιαίτερο.

Ωστόσο, οι όποιες σεναριακές επιλογές είναι εντελώς ατυχείς και άστοχες, καθώς μεγάλα διαστήματα χρόνου περνούν, δίχως να γίνεται κάτι επί της ουσίας, κάτι που έχει αντίκτυπο και στους ηθοποιούς, που ενώ είχαν όλο τον χρόνο ν’αναπτυχθούν, μένουν κενοί και ξύλινοι, δίνοντας την εντύπωση, πως σκηνοθέτης και σεναριογράφοι, δεν γνώριζαν ακριβώς τι θέλουν να κάνουν ή να πουν. Δυστυχώς, πέρα από σκόρπιες στιγμές, πλάνα και μια σκηνή της έναρξης, όλο το υπόλοιπο φιλμ απογοητεύει, η όποια αναμενόμενη κορύφωση δεν έρχεται ποτέ και έτσι παραμένει απλά, ένα άνισο κινηματογραφικό πείραμα, που ίσως χρησιμεύσει σαν σχολείο στον δημιουργό του, ώστε να γνωρίζει τι να αποφύγει στο επόμενο φιλμ. Είναι απολύτως θεμιτό, για ένα κινηματογραφιστή να κυριεύεται από υπέρμετρη φιλοδοξία, να πλατειάζει σε μεγάλο βαθμό ή να δυσκολεύεται να ψαλιδίσει τουλάχιστον μισή ώρα, υλικό που είναι αχρείαστο, ωστόσο είμαστε σίγουροι πως, για έναν ικανότατο χειριστή της εικόνας και εμπνευσμένο δημιουργό όπως ο Ari Aster, στο μέλλον θα δούμε μεγάλα πράγματα.

Vilhelm Blomgren, Florence Pugh. Photo by Gabor Kotschy, Courtesy of A24

Πηγή: IGN Greece