Ένα τηλεοπτικό καθαρτήριο σχεδιασμένο από… «μεγάλα κεφάλια».
To Catch the Head είναι ένα «δικό» μας game, καθώς αναπτύχθηκε από την Horos Ιnteractive, ένα development studio με έδρα την Αθήνα. Η εταιρεία συστάθηκε το 2015 από τον Αλέξανδρο Μοσχόπουλο και ο εν λόγω τίτλος αποτελεί την πρώτη της προσπάθεια, ένα ντεμπούτο που θα αναλύσουμε στο παρόν review. Κάτι ακόμα που είναι άξιο αναφοράς, πριν περάσουμε στις λεπτομέρειες, είναι πως χρέη publisher για το παιχνίδι εκτελεί η IGE SA.
Ξεκινώντας λοιπόν την ανάλυση του Catch the Head, σίγουρα πρέπει να σταθούμε στο όχι ακριβώς σενάριο, αλλά μάλλον στο γενικό του setting καλύτερα, καθώς κατά την ταπεινή μου άποψη εδώ έχουμε ένα από τα δυνατά του σημεία. Βρισκόμαστε λοιπόν στην ίδια τη Κόλαση, και το «Catch the Head» είναι το πιο «καυτό» prime time τηλεοπτικό σόου που μεταδίδεται σε ολόκληρο το Κάτω Κόσμο κάθε Σάββατο βράδυ από το Channel-7! Η νέα σεζόν μόλις ξεκίνησε και εσείς αναλαμβάνετε τον ρόλο των διαγωνιζόμενων, οι οποίοι για τους επόμενους έξι μήνες θα κληθούν να αντιμετωπίσουν τις δεκάδες προκλήσεις που τους έχει ετοιμάσει η σατανική παραγωγή. Υπάρχουν επτά σετ επιπέδων που έχουν σχεδιαστεί από επτά διάσημες προσωπικότητες της Κόλασης, με κάθε ένα από αυτά να αποτελεί μια δαιδαλώδη κούρσα από δύσκολες δοκιμασίες, ένα σαδιστικό καθαρτήριο που θα τεστάρει τις αντοχές και τις ικανότητες των συμμετεχόντων, κατ’ επέκταση δηλαδή τις δικές σας.
Η γενικότερη ιδέα του Catch the Head είναι σίγουρα …catchy και κερδίζει επάξια το horns up της πώρωσης, το χαρακτηρίζει μια χαβαλεντζίδικη extreme γκοθο-industrial-σκοτεινή αισθητική, είναι μια ιδιαίτερη μίξη ενός τηλεοπτικού σπορ (ένα μεταθανάτιο «Κάστρο του Τακέσι» αν θέλετε), με μια γραφική σαδομαζοχιστική απεικόνιση της Κόλασης μεσαιωνικού τύπου σε κάποιο Βασκικό παραμύθι με κόκκινα διαβόλια και τριβόλια με μυτερές ουρές, και όλα αυτά μέσα σε ένα υπόγειο night club που βαράει πριόνια. Η καλώς εννοούμενη αφέλεια του παιχνιδιού μου θυμίζει games των 90s και 00s, αλλά και πιο σύγχρονους τίτλους που είτε προσεγγίζουν με πιο fun τρόπο τις έννοιες του Σκότους και του Ερέβους, όπως το –τρομερό παρεμπιπτόντως- SEUM: Speedrunners from Hell, είτε μας παρουσιάζουν ένα κάφρικο bloodsport με οver-the-top «τρέλα» και παντελή έλλειψη σοβαροφάνειας, όπως π.χ. το Ben and Ed – Blood Party.
Η δημιουργία της Horos Ιnteractive ουσιαστικά είναι ένα Action/Platformer με στοιχεία puzzle game, όπως άλλωστε περιγράφεται ορθά στην σελίδα του παιχνιδιού στο Steam. Σκοπός σας είναι να καταφέρετε να «βγάλετε» το κάθε level για να προχωρήσετε στο επόμενο, και για να συμβεί αυτό θα πρέπει να εντοπίσετε και να ενεργοποιήσετε τα διάσπαρτα sigils που βρίσκονται σε διάφορα πιθανά και απίθανα σημεία. Εφόσον ενεργοποιηθούν όλα τα sigils ενός επιπέδου, τότε γίνεται summon το …ασώματο κεφάλι του εκάστοτε «Αρχιτέκτονα», και το μόνο που μένει είναι, όπως μαρτυρά ο τίτλος του παιχνιδιού, να πάτε να το πιάσετε!
Για να επιτύχετε τον σκοπό αυτό, έχετε στη διάθεσή σας τρεις διαφορετικού τύπου χαρακτήρες (sinners), ο κάθε ένας με συγκεκριμένες ιδιότητες που θα πρέπει να αξιοποιήσετε συνδυαστικά στο σύνολο του κάθε stage. Πιο συγκεκριμένα, μπορείτε να επιλέξετε μέσα από ένα ρόστερ 17 διαγωνιζόμενων έναν Brawler, το «ντούκι» θα λέγαμε της παρέας, του οποίου οι γροθιές στέλνουν τα διάφορα ανίερα πλάσματα στο… πυρ το εξώτερον, έναν Ranger που μπορεί να εξαπολύσει μια μακρινή επίθεση, και τέλος, έναν Supporter, ο οποίος δύναται να «καμουφλαριστεί» για ορισμένα δευτερόλεπτα ώστε να περάσει απαρατήρητος από εχθρούς αλλά και ορισμένες παγίδες. Αυτές ουσιαστικά είναι και οι βασικές διαφορές των τριών παικτών σας, καθώς κατά τα άλλα κινούνται και αλληλεπιδρούν με το περιβάλλον με παρόμοιο τρόπο.
Οι τρεις αυτοί sinners πρακτικά αποτελούν και τις τρεις «ζωές» σας σε κάθε level, καθώς όσο παραμένει έστω κι ένας από αυτούς ζωντανός, βρίσκεστε ακόμη εντός παιχνιδιού και θεωρητικά μπορείτε να ολοκληρώσετε την αποστολή σας. Χρησιμοποιώ τη λέξη «θεωρητικά», καθώς εδώ υπάρχει ένα θεματάκι στο balancing του design –έστω σε ορισμένα τουλάχιστον levels. Ενώ μας δίνεται η δυνατότητα να συνεχίσουμε έστω και με ένα παίκτη σε κάθε επίπεδο, γίνεται συχνά φανερό πως οι devs δεν υπολόγισαν σε βάθος τους μηχανισμούς εξισορρόπησης που θα το καθιστούσαν αυτό εφικτό με διαφορετικό έστω τρόπο για τον καθένα, υπάρχουν διάφορα σημεία που απαιτούν το ειδικό skill ενός συγκεκριμένου και μόνο χαρακτήρα μας για να ξεπεραστούν. Πιο τρανό παράδειγμα μάλλον αποτελούν οι πασιφανείς επιπλοκές που εγείρονται στα levels με πολλούς αντιπάλους, όταν χάσουμε τον Brawler μας νωρίς. Οκ, το να περιπλέκεται η κατάσταση όταν μας λείπει ο κατάλληλος παίκτης έχει μια λογική στρατηγικής που θα πρέπει να ακολουθήσουμε, αλλά όταν αναγκαζόμαστε να καταλήγουμε σε αδέξιες «εργολαβίες» για να «βγάλουμε» κάποια σημεία, παρότι η δυνατότητα να συνεχίσουμε με έστω κι έναν sinner είναι feature του παιχνιδιού, έχουμε την εισαγωγή μιας «τεχνητής» δυσκολίας που είναι κάπως άδικη. Παρόλα αυτά, αν παραβλέψω το θέμα αυτό και ρίξω μια γενικότερη ματιά στην old-school προσέγγιση «επανάληψη μήτηρ μαθήσεως» που έχει το Catch the Head (καθώς πάντα το κουμπάκι «restart level» μας περιμένει στωικά), το παιχνίδι είναι ευχάριστα challenging και ας σπάει τα νεύρα μας ενίοτε, το κάνει με αυτό το παλιό τρόπο που αγαπήσαμε στα retro games -αν και θα μπορούσε να έχει αρτιότερο σχεδιασμό.
Οι «Αρχιτέκτονες» έχουν σχεδιάσει από ένα σετ τριών επιπέδων ο καθένας, με κάποια συγκεκριμένη αισθητική και θεματολογία για κάθε σετ. Τα περιβάλλοντα ποικίλλουν από μεσαιωνικά κάστρα και industrial εγκαταστάσεις μέχρι στοιχειωμένα κτίρια και ηφαιστειακά έγκατα, και καθένα προσπαθεί να δώσει μια λίγο διαφορετική διάσταση στο gameplay. Σε αυτό βοηθά και η εναλλαγή της κάμερας σε ορισμένα levels, καθώς παρόλο που η third-person οπτική είναι η πιο βασική θα λέγαμε, υπάρχουν τόσο side-scrolling όσο και top-down επίπεδα που χαρίζουν μια ευπρόσδεκτη παραλλαγή στον τρόπο παιξίματος. Σε γενικές γραμμές θα έρθετε αντιμέτωποι με διαφόρων ειδών ευφάνταστες παγίδες, περιβαλλοντικούς κινδύνους, εχθρούς που βάλλουν τόσο από κοντινή όσο και από μακρινή απόσταση, δαιδαλώδεις λαβυρίνθους που θα σας μπερδέψουν και γρίφους ή μυστικά που θα πρέπει να λύσετε και να ανακαλύψετε. Όλα τα επίπεδα ομολογουμένως παρουσιάζουν ενδιαφέρον, αν και ορισμένα τα βρήκα πιο συναρπαστικά και πιο κοντά στο «bloodsport» concept του παιχνιδιού. Για παράδειγμα, υπάρχει ένα level set που προσπαθεί να γίνει το αντίστοιχο ενός horror game, από το οποίο απουσιάζει έντονα το platforming στοιχείο και το skill-based παίξιμο, και παρόλο που συμβάλλει στην εναλλαγή των εικόνων και των παραστάσεων, μου φάνηκε σαν να «φρέναρε» την εξέλιξη του παιχνιδιού που με κρατούσε «ζεστό» στα δάχτυλα μέχρι τότε.
Για να μην παρεξηγηθώ, θα καταστήσω σαφές εδώ ότι το Catch the Head στο σύνολό του έχει αυτή την ιδιότητα που σε κάνει να «κολλάς». Όσο σε πληγώνει, τόσο σε πωρώνει θα έλεγα, καθώς μόλις περάσει το αίσθημα εκνευρισμού όταν κάτι «στραβώσει», σε «ψήνει» να θες να δοκιμάσεις ξανά και ξανά. Ακόμα και αν δεν χάσετε και τους τρεις sinners σας, πολλές φορές για το γαμώτο και μόνο, θα κάνετε restart για να παίξετε καλύτερα. Τουλάχιστον σε μένα, είχε αυτό το… πρώτο-gaming effect. Είναι ένα αξιόλογο, fun και «σκαλωματικό» παιχνίδι, και λαμβάνω υπόψη ότι πρόκειται για την πρώτη προσπάθεια ενός ελληνικού στούντιο με ό,τι αυτό συνεπάγεται στην κρίση μου. Έχοντας αναφέρει αυτά, θα πρέπει να σχολιάσω τα βασικά προβλήματα που εμποδίζουν το Catch the Head να παίξει μπάλα σε ακόμη μεγαλύτερη κατηγορία.
Θεωρώ λοιπόν πως τα βασικά θέματα του παιχνιδιού βρίσκονται στο κομμάτι του γενικότερου balancing χαρακτήρων και επιπέδων που προανέφερα, αλλά κυρίως στο ζήτημα polishing. Πολλά πράγματα στο Catch the Head έχουν αυτό το «clumsiness» που ίσως περιμέναμε σε μια beta, αλλά όχι σε μια ολοκληρωμένη κυκλοφορία. Ο χειρισμός με mouse και πληκτρολόγιο είναι τίμιος, αλλά εάν θέλετε να χρησιμοποιήσετε χειριστήριο ενδεχομένως να δυσκολευτείτε λίγο. Ακόμα και έτσι, υπάρχουν σημεία –ιδιαίτερα σε top-down επίπεδα- που το control scheme είναι κάπως δύσχρηστο όταν υπάρχει ριψοκίνδυνο platforming. Μεγάλο ζήτημα κατά την άποψή μου είναι η εναλλαγή των animations, η οποία δεν έχει την ομαλότητα που θα έπρεπε και σε πολλές περιπτώσεις «σκαλώνουν» τον χαρακτήρα μας όταν θέλουμε να εκτελέσουμε μανούβρες που απαιτούν αρμονία κινήσεων.
Απουσία «γυαλίσματος» υπάρχει επίσης σε ποικίλα σημεία στα επίπεδα και στην ενσωμάτωση του χαρακτήρα σε αυτά, με περίεργες γεωμετρίες να διαθέτουν προβληματικά colliders που θα σας κάνουν να χάσετε τον παικτικό ειρμό σας. Η μάχη δεν είναι κάτι το συναρπαστικό, εξαντλείται σε μια υποτυπώδη άμυνα που πρέπει να πατήσετε σε σωστό χρονισμό και μια επίθεση, light ή heavy εάν κρατήσετε το κουμπί λίγο παραπάνω, και θεωρώ πως από ένα σημείο και ύστερα κάπως κουράζει. Η μακρινή επίθεση του Ranger επίσης έχει έναν περίεργο τουλάχιστον τρόπο εκτέλεσης που θα πρέπει να συνηθίσετε για να γίνει πρακτικός. Όλα αυτά συμβάλλουν σε τούτη τη «τεχνητή» δυσκολία που ανέφερα παραπάνω, καθώς πολλές φορές θα πεθάνετε όχι γιατί δεν κάνατε κάτι καλά, αλλά λόγω μιας …ιδιορρυθμίας του παιχνιδιού. Ωστόσο, πιστεύω πως είναι μεγάλο προτέρημά του πως παρόλα αυτά τα προβλήματα, κατάφερε και με έκανε να επιστρέφω σε αυτό, πεισμωμένος να παίξω καλύτερα σε κάθε επόμενη προσπάθεια.
Από εκεί και πέρα, το Catch the Head διαθέτει και κάποιο content που δύναται να σας απασχολήσει για λίγο εκτός των επιπέδων του. Ανάμεσα στις προκλήσεις των ασώματων «Αρχιτεκτόνων» μπορείτε να ξεκουραστείτε στο lounge, όπου μιλάτε με άλλους χαρακτήρες και μαθαίνετε περισσότερα για αυτούς, ενώ έχετε πρόσβαση σε στατιστικά και store, όπου μπορείτε να ξεκλειδώσετε π.χ. χαρακτήρες ή skins ξοδεύοντας τα νομίσματα που εντοπίζετε παίζοντας. Όλα αυτά δίνουν μια αίσθηση βάθους και χαρίζουν περισσότερη «ζωντάνια» στον Κάτω Κόσμο, ενισχύοντας το ύφος του μαύρου χιούμορ που θέλει να περάσει το παιχνίδι, αν και προσωπικά εάν έλλειπαν οι συνολικά δύο ώρες διαλόγων στο lounge και αντ’ αυτού είχαμε ακόμη ένα σετ επιπέδων, θα το προτιμούσα! Για να ολοκληρώσετε το Catch the Head, τουλάχιστον με ένα πρώτο playthrough, θα χρειαστείτε πιστεύω γύρω στις 10-12 ώρες, συμπεριλαμβανομένων των δεκάδων φορών που θα πεθάνετε ή θα ξεκινήσετε από την αρχή, αν και ο χρόνος δύναται να ποικίλει ανάλογα με τις επιδόσεις σας. Ωστόσο, μπορείτε πάντα να ξαναπαίξετε κάποιο level εάν θέλετε να πετύχετε καλύτερο σκορ, ενώ στη πορεία ξεκλειδώνετε έξτρα modes για το καθένα όπως time attack και survival.
Όσον αφορά τον τεχνικό τομέα, καταλαβαίνω ήδη πως πολλοί μπορεί να γκρινιάξουν για τα γραφικά, τα οποία όμως δεν είναι ακριβώς κακά –αν και σίγουρα όχι και πολύ… σύγχρονα, αλλά νομίζω πως το μεγαλύτερο πρόβλημά τους είναι και εδώ η έλλειψη «γυαλίσματος» και η περίεργη εντύπωση που αφήνουν ενίοτε πως πρόκειται για assets «κολλημένα» μεταξύ τους και όχι ένα ενιαίο, αρμονικά δεμένο περιβάλλον, δεν ξέρω αν μπορώ να το περιγράψω ορθά. Ωστόσο θα πρέπει να αναφέρω πως δεν με ενόχλησαν ιδιαίτερα σε κανένα σημείο, το βάρος του παιχνιδιού δεν πέφτει εκεί για κανένα λόγο, ίσα-ίσα εν τέλει ο χαρακτήρας και η αισθητική του εν λόγω τίτλου κερδίζουν, αυτή η σκοτεινή «παλαβομάρα» δεν χάνεται στις όποιες τεχνικές ατέλειες. Στο κομμάτι του ήχου έχει γίνει πολύ καλή δουλειά, με πολύ ταιριαστά και ατμοσφαιρικά μουσικά θέματα από μπάντες όπως οι Red-Line και οι Mobthrow, ενώ έχουμε πολλά voice-overs –κάποια επιτυχημένα, κάποια όχι τόσο πειστικά- που εμπλουτίζουν το παιχνίδι ακόμα και εν μέσω των stages, π.χ. με τον παρουσιαστή Mister Brown να κάνει τον σχολιασμό και τους sinners μας να κάνουν δηλώσεις στο τέλος κάθε αγώνα, σαν σωστοί αθλητές της Κόλασης!
Το review βασίστηκε στην ψηφιακή έκδοση του παιχνιδιού για PC, η οποία μας παραχωρήθηκε από την IGE.
IGN Greece
Πηγή: IGN Greece