Την πρώτη φορά που ο Μάρκος Ροντρίγκες Παντόχα άκουσε φωνές στο ραδιόφωνο, ήταν 20 ετών. Πανικοβλήθηκε. «Γαμώτο, αυτοί οι άνθρωποι πρέπει να είναι εκεί μέσα πολύ καιρό», σκέφτηκε. Ήταν το 1966, όταν το ραδιόφωνο τον ξύπνησε και ήταν μόνος του στο δωμάτιο. Αυτό που αντιλήφθηκε ο Ροντρίγκες ήταν οι ήχοι που έρχονταν από το μικρό ξύλινο κιβώτιο. Το περιεργάστηκε. Δεν υπήρχε καμία πόρτα, κανένα άνοιγμα. Τίποτα. Οι άνθρωποι ήταν παγιδευμένοι. Έτσι πίστεψε.
Αποφάσισε να τους σώσει. Άρπαξε το ραδιόφωνο και το έσπασε. Φυσικά δεν βρήκε κανέναν άνθρωπο. Άρχισε να τους φωνάζει αλλά δεν του απάντησαν. Πίστεψε τότε ότι τους σκότωσε. Κι άρχισε να κλαίει. Όχι, τίποτε δεν πήγαινε στραβά με τον Ροντρίγκες. Απλώς αγνοούσε ακόμη και την πιο βασική τεχνολογία. Αυτό συμβαίνει σε έναν άνθρωπο όπως αυτός. Έναν άνθρωπο που έζησε από τα επτά έως και τα δεκαεννιά του, μακριά από τον πολιτισμό.
Μοναχικός λύκος
Σύμφωνα με τη δική του μαρτυρία, εγκαταλείφθηκε το 1953, όταν ήταν επτά ετών. Μεγάλωσε μόνος του στην άγρια φύση, στη Σιέρα Μορένα, μια ερημική οροσειρά στη νότια Ισπανία. Τον ανέθρεψαν και τον προστάτευσαν οι λύκοι. Μην έχοντας κανέναν να μιλήσει ξέχασε τη χρήση της γλώσσας. Ζούσε όπως οι λύκοι και ούρλιαζε όπως αυτοί.
Δώδεκα χρόνια αργότερα, η αστυνομία τον βρήκε να κρύβεται στα βουνά, τυλιγμένο σε δέρμα ελαφιού και με μακριά μαλλιά και γένια. Προσπάθησε να τους ξεφύγει αλλά οι αστυνομικοί τον έπιασαν, του έδεσαν τα χέρια και τον πήγαν στο πιο κοντινό χωριό. Από εκεί μεταφέρθηκε στο νοσοκομειακό θάλαμο ενός μοναστηριού στη Μαδρίτη, όπου έμεινε για έναν χρόνο και εκπαιδεύτηκε από τις καλόγριες.
Διαβάστε όλο το θέμα στο TVXS.gr