Η οικονομία μπορεί να δώσει σε μια χώρα μια δεύτερη ευκαιρία. Η δημογραφία όμως όχι. Ή, έστω, πάρα πολύ δύσκολα. Η Ελλάδα, αν και εξέρχεται από μία οκταετή βαθιά κρίση και ύφεση, με την οικονομία της να ανακάμπτει σε όλους τους τομείς, έχει να αντιμετωπίσει εκτός από το βάρος ενός δυσθεόρατου δημοσίου χρέους (176% του ΑΕΠ) και το βάρος της συντήρησης ολοένα και περισσοτέρων συνταξιούχων, η...

Η οικονομία μπορεί να δώσει σε μια χώρα μια δεύτερη ευκαιρία. Η δημογραφία όμως όχι. Ή, έστω, πάρα πολύ δύσκολα. Η Ελλάδα, αν και εξέρχεται από μία οκταετή βαθιά κρίση και ύφεση, με την οικονομία της να ανακάμπτει σε όλους τους τομείς, έχει να αντιμετωπίσει εκτός από το βάρος ενός δυσθεόρατου δημοσίου χρέους (176% του ΑΕΠ) και το βάρος της συντήρησης ολοένα και περισσοτέρων συνταξιούχων, η αναλογία των οποίων σε σχέση με τον υπόλοιπο πληθυσμό αυξάνει ταχύτατα λόγω της ραγδαίας επιδείνωσης του δημογραφικού προβλήματος της χώρας.

Το δημογραφικό πρόβλημα προϋπήρχε στην Ελλάδα. Ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1980 ο δείκτης γεννητικότητας έπεσε για πρώτη φορά κάτω από 2,1 παιδιά ανά γυναίκα αναπαραγωγικής ηλικίας, που είναι το αναγκαίο όριο για την ομαλή αντικατάσταση των γενεών και τη σταθερότητα του πληθυσμού. Ωστόσο, πριν από το 2010, ο πληθυσμός της χώρας δε μειωνόταν, αλλά αντίθετα αυξανόταν χάρη στην παλιννόστηση Ελλήνων του εξωτερικού και στον ερχομό κάθε χρόνο δεκάδων χιλιάδων μεταναστών, ειδικά κατά την εικοσαετία 1989-2009. Έτσι ο πληθυσμός της Ελλάδας, από 9.740.417 το 1981, αυξήθηκε σε 10.259.900 το 1991 και στη συνέχεια σε 10.939.000 το 2001 για να φθάσει περίπου στα 11.200.000 το 2010, το πρώτο έτος εφαρμογής των Μνημονίων. Στη συνέχεια άρχισε να μειώνεται και να γηράσκει με πρωτοφανείς ρυθμούς, χάρη σ’ έναν συνδυασμό αύξησης της μετανάστευσης προς το εξωτερικό, περαιτέρω μείωσης των γεννήσεων και αύξησης της γενικής θνησιμότητας.

Όλη αυτή η εφήμερη δημογραφική αισιοδοξία, που υπήρχε στην Ελλάδα από το 2004 και μετά, δημιουργώντας την ψευδαίσθηση ότι ο πληθυσμός της θα έμενε πάνω-κάτω σταθερός κατά τις επόμενες δεκαετίες, ανατράπηκε ξαφνικά το 2010. Με την έλευση την κρίσης και την εφαρμογή των αυστηρών πολιτικών λιτότητας, που αποθάρρυναν τις πιο αναπαραγωγικές ομάδες του πληθυσμού να κάνουν παιδιά αλλά αντίθετα τις ώθησε να μεταναστεύσουν στο εξωτερικό, η Ελλάδα βυθίστηκε ξαφνικά σ’ έναν βαρύ “δημογραφικό χειμώνα”. Πιο συγκεκριμένα από το 2004 και μετά υπήρχε στην Ελλάδα μια σταθερή υπεροχή των γεννήσεων έναντι των θανάτων με αποκορύφωμα το 2008 όταν, σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, οι γεννήσεις στη χώρα μας ήταν 118.302 (1,51 παιδιά ανά γυναίκα αναπαραγωγικής ηλικίας), οι θάνατοι ήταν 107.979, άρα η φυσική αύξηση του πληθυσμού ήταν +10.323 (χωρίς να υπολογιστεί και το πλεόνασμα εισροών-εκροών μεταναστών). Τρία χρόνια αργότερα, το 2011, οι γεννήσεις ήταν 106.428 (1,4 παιδιά ανά γυναίκα αναπαραγωγικής ηλικίας) και οι θάνατοι 111.099, δηλαδή μια φυσική μείωση της τάξεως των -4.671. Τα στοιχεία για το 2012 ήταν ακόμη χειρότερα καθώς οι γεννήσεις κατρακύλησαν στις 100.371, οι θάνατοι  ξεπέρασαν τις 115.000, με αποτέλεσμα να υπάρχει ένα καθαρό έλλειμμα -15.000 ανθρώπων.

Αυτή η αρνητική εξέλιξη συνεχίστηκε επιδεινούμενη κατά τα επόμενα χρόνια. Δεν ήταν μόνον οι γεννήσεις που μειώνονταν, αλλά και η μετανάστευση προς το εξωτερικό που αυξανόταν, μαζί με τη γενική θνησιμότητα. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ μόνον κατά την εξαετία 2010-2015 η διαφορά μεταξύ εξερχόμενων μεταναστών από την Ελλάδα και εισερχόμενων σε αυτή -η λεγόμενη “αρνητική μετανάστευση”- ανήλθε στους -251.731. Μόνον κατά το έτος 2012, οπότε καταγράφηκε και η μεγαλύτερη οικονομική ύφεση στη χώρα, εγκατέλειψαν την Ελλάδα 124.194 άτομα, όχι μόνον Έλληνες πολίτες αλλά και νομίμως διαμένοντες αλλοδαποί. Το 80% των όσων αποχώρησαν από τη χώρα μας άνηκαν στην αναπαραγωγική ηλικία των 20-50 ετών και χαρακτηρίζονταν ως άτομα υψηλού μορφωτικού επιπέδου και εξειδίκευσης. Ωστόσο το 2016 ήταν η πρώτη χρονιά που η τάση αυτή αντιστράφηκε και εμφανίστηκε πλεόνασμα 10.332 ατόμων μεταξύ εισροών (116.867) και εκροών (106.535) μεταναστών.

Την ίδια χρονιά (2016) ο συνολικός πληθυσμός της χώρας υπολογιζόταν σε 10.768.193 με τους θανάτους (118.785) να υπερέχουν των γεννήσεων (92.898) κατά 25.887, αριθμός που απεικονίζει τη φυσική μείωση του εγχώριου πληθυσμού. Συνολικά κατά την 5ετία 2013-2017 η συνολική υπεροχή των θανάτων έναντι των γεννήσεων ανήλθε στην Ελλάδα στα -130.452 άτομα. Μόνον κατά το έτος 2017 η φυσική μείωση του ελληνικού πληθυσμού ανήλθε στα -35.948 άτομα, δηλαδή όσο περίπου ο πληθυσμός της Καρδίτσας! Αν αθροιστεί ο αριθμός της υπεροχής των θανάτων έναντι των γεννήσεων (-130.452) με τη διαφορά μεταξύ εξερχόμενων μεταναστών από την Ελλάδα και εισερχόμενων σε αυτή (-251.731), τότε κατά την 6ετία 2010-15 προκύπτει μια καθαρή μείωση του πληθυσμού της Ελλάδας της τάξεως των -382.183 ατόμων -ένας αριθμός που θα μπορούσε να αντιστοιχεί στις απώλειες ενός ακήρυχτου πολέμου.

Διαβάστε όλο το θέμα στο TVXS.gr