Υπέρ της συνταγματικότητας της επιβολής διπλού προστίμου στην περίπτωση πλαστογραφίας τιμολογίων και παράνομης επιστροφής Φ.Π.Α. τάχθηκε το Συμβούλιο της Επικρατείας.  
 
Το Β΄ Τμήμα του Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου έκρινε ότι η σχετική διάταξη του νόμου 2523/1997 για την  επιβολή  ειδικού προστίμου Φ.Π.Α. «δεν αντίκειται στην κατά το Σύνταγμα και το πρωτογενές δίκαιο του Ευρωπαϊκής Ένωσης αρχή της αναλογικότητας» καθώς «δεν θεσπίζει κύρωση εμφανώς απρόσφορη ή μη αναγκαία για την εξυπηρέτηση του επιδιωκόμενου σκοπού, ο οποίος συνίσταται στον κολασμό του παραβάτη και στην αποτελεσματική αποτροπή της διάπραξης των παραβάσεων για τις οποίες προβλέπεται η κύρωση».
         
Οι σύμβουλοι επικρατείας τόνισαν ότι «η σωρευτική επιβολή πρόσθετου φόρου και ειδικού προστίμου», λόγω μη νόμιμης επιστροφής Φ.Π.Α., «δεν προσκρούει στην αρχή της αναλογικότητας».
 
Ο αγρότης και τα τιμολόγια
 
Η υπόθεση, αφού απασχόλησε τα Διοικητικά Δικαστήρια, έφτασε στο ΣτΕ μετά από προσφυγή αγρότη της Κρήτης ο οποίος φέρεται να  πλαστογραφήσε τιμολόγια που αφορούσαν αγορές προβάτων με αποτέλεσμα να λάβει επιπλέον επιστροφή Φ.Π.Α. 2.400 ευρώ, την οποία όμως δεν δικαιούνταν.
 
Στην συνέχεια με πράξη προσδιορισμού Φ.Π.Α. ο αρμόδιος προϊστάμενος της Δ.Ο.Υ. του επέβαλε  διαφορά κυρίου φόρου ίση με την επιστροφή  που κρίθηκε ότι έλαβε αχρεωστήτως, ύψους 2.400 ευρώ, πλέον της προσαύξησης λόγω ανακρίβειας που ανήλθε στα 4.680 ευρώ. Παράλληλα, με άλλη  πράξη τού ίδιου προϊσταμένου του επιβλήθηκε και πρόστιμο Φ.Π.Α., ύψους 7.200 ευρώ, ίσο με το τριπλάσιο της  επιστροφής Φ.Π.Α.
 
Το Διοικητικό Δικαστήριο της Κρήτης έκρινε πως η επιβολή του ειδικού προστίμου ΦΠΑ,  παραβιάζει την αρχή ne bis in idem (σ.σ.: Δεν επιβάλλεται δεύτερη ποινή για το ίδιο αδίκημα), καθώς επισύρονται δύο ποινές για την αυτή αιτία (δηλαδή της διαφυγής ΦΠΑ), αλλά ταυτόχρονα υπέβαλλε προδικαστικά ερωτήματα στο ΣτΕ., το οποίο τελικά είχε αντίθετη άποψη.