Η λογοτεχνία δεν είναι μόνο το εργαστήριο του συγγραφέα, όπου εργάζεται απερίσπαστος από κάθε εξωτερική επίδραση, αλλά και η ζωντανή καθημερινότητα των συναναστροφών του με τους ανθρώπους του σιναφιού: μυθιστοριογράφους, ποιητές, εκδότες, δημοσιογράφους και κριτικούς – με όλον εκείνον τον πληθυσμό που οι παλαιότεροι ονόμαζαν «λογοτεχνικές συντροφιές». Τα τελευταία χρόνια οι λογοτεχνικές συντροφιές έχουν χάσει την αλλοτινή τους συνοχή και σημασία. Μπορεί κάποιες να σχηματίζονται και να είναι δρώσες ακόμη, σε εκδοτικά γραφεία, σε βιβλιοπωλεία ή σε χώρους πολιτισμού, αλλά ο ρόλος τους ως τόπων συνάντησης με δυναμικές συγκρούσεις και δημιουργικές ανταλλαγές έχει σε κάθε περίπτωση εκλείψει. Πώς, όμως, λειτουργούσαν οι λογοτεχνικές συντροφιές στο παρελθόν και τι ακριβώς ήταν τα φιλολογικά τους καφενεία, αρχής γενομένης από τον 19ο αιώνα και φτάνοντας μέχρι και τη δεκαετία του 1960;
Το αθηναϊκό καφενείο υπάρχει ήδη από την εποχή του Όθωνα, αλλά η δική μας περιπλάνηση (ασφαλώς μόνον ενδεικτική) θα ξεκινήσει από το καφενείο Γιαννόπουλου, στο ομώνυμο μέγαρο της Πλατείας Συντάγματος, που λειτούργησε μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 1890. Εκεί θα συναντήσουμε τις εμβληματικές μορφές του Παλαμά, του Ροΐδη και του Γεωργίου Δροσίνη. Στο ίδιο κτίριο θα λειτουργήσει αργότερα το καφενείο του Ζαχαράτου, που θα μεταφερθεί εν συνεχεία στην κοντινή οικία Βούρου. Το καφενείο του Ζαχαράτου πρωταγωνίστησε στην πολιτική, αλλά και στην καλλιτεχνική ζωή της Αθήνας. Στρατιωτικοί, δημοσιογράφοι και πολιτικοί έπιναν τον καφέ τους δίπλα στα τραπέζια των συγγραφέων και δεν είναι ασφαλώς τυχαίο πως στου Ζαχαράτου έσπευσε να πιει τον καφέ του και ο Καβάφης κατά τη διάρκεια της πρώτης επίσκεψής του, το 1901, στην Αθήνα.
Λίγο πριν από το τέλος του 19ου αιώνα θα ανοίξει επί της Σταδίου το Ουζερί του Απότσου, που θα εγκατασταθεί κατόπιν στη Βουκουρεστίου, για να καταλήξει στην Πανεπιστημίου. Στον χώρο του Απότσου θα γεννηθεί, εν έτει 1945, το καλλιτεχνικό περιοδικό «Τετράδιο» με εκδότες τον Αλέξανδρο Ξύδη, τον Αλέξη Σολωμό, τον Ανδρέα Καμπά και τον Αντώνη Βουσβούνη. Στον Απότσο σύχνασαν από τους παλαιότερους ο Μιλτιάδης Μαλακάσης και ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου και από τη γενιά του 1930 ο Σεφέρης, ο Ελύτης, ο Ανδρέας Καραντώνης και ο Γιώργος Κατσίμπαλης.
Το 1917 θα ανοίξει στη συμβολή των οδών Ακαδημίας και Ασκληπιού ο «Μαύρος γάτος», ένα ημιυπόγειο δίπλα στο σπίτι του Παλαμά. Ο «Μαύρος γάτος» ήταν το αγαπημένο καφενείο των αθηναίων μποέμ. Εκεί πήγαιναν, όμως, και εκδότες για να συμφωνήσουν και να σχεδιάσουν τα επόμενα βιβλία τους, παρουσιάζονταν μυθιστορήματα και ποιητικές συλλογές ενώ γίνονταν και έντονες πολιτικές συζητήσεις στις οποίες πρωτοστατούσε ένα καινοφανές πολιτικό είδος: οι σοσιαλιστές, Στις καλλιτεχνικές, πάλι, και τις φιλολογικές συζητήσεις συμμετείχαν ο Κλέων Παράσχος, ο Φώτος Γιοφύλλης, ο Δημοσθένης Βουτυράς, ο Τέλλος ‘Αγρας, ο Ρώμος Φιλύρας, ο Κώστας Βάρναλης, ο Λάμπρος Πορφύρας, ο Κώστας Παρορίτης και, φυσικά, ως προνομιακός γείτονας και συνδαιτυμόνας, ο Κωστής Παλαμάς.
Παραμονές του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου θα λειτουργήσει επί της Σταδίου το «Πατάρι» του Λουμίδη. Το «Πατάρι» αποτελούσε συμπλήρωμα του καφεκοπτείου των αδελφών Λουμίδη το οποίο βρισκόταν στο ισόγειο. Εδώ θα γεννηθεί ο ελληνικός μοντερνισμός με ποιητές όπως ο Γκάτσος, ο Ελύτης και ο Εμπειρίκος, αλλά και ο Μίλτος Σαχτούρης, ο Τάκης Σινόπουλος, η Ελένη Βακαλό και ο Μιχάλης Κατσαρός. Εδώ θα βρεθούν ακόμα ο Μάνος Χατζιδάκις και ο Μίκης Θεοδωράκης, καθώς και εικαστικοί όπως ο Γιάννης Μόραλης και ο Γιάννης Τσαρούχης. Στο «Πατάρι» ο χώρος ήταν αυστηρά οριοθετημένος. Στο βάθος της αίθουσας κάθονταν καλλιτέχνες και συγγραφείς ενώ στα μπροστινά τραπέζια μαζεύονταν δημοσιογράφοι, επιθεωρησιογράφοι και ηθοποιοί.
Μαζί, ωστόσο, με τα λογοτεχνικά καφενεία δοξάστηκαν στο παρελθόν και τα φιλολογικά σαλόνια. Ένα από τα πιο γνωστά ήταν το φιλολογικό σαλόνι του Μάρκου Αυγέρη και της Έλλης Αλεξίου, στην οδό Αλωπεκής, στο Κολωνάκι. Στη δεκαετία του 1960 κάθε Πέμπτη βράδυ συγκεντρωνόταν εκεί η αφρόκρεμα της αριστερής τέχνης και διανόησης: Κώστας Βάρναλης, Βασίλης Ρώτας, Βούλα Διαμιανάκου, Ζήσης Σκάρος, Γιάννης και Ρόζα Ιμβριώτη, Νίκος Παπάς και Ρίτα Μπούμη-Παπά, Διδώ Σωτηρίου, Λιλίκα Νάκου, Μέλπω Αξιώτη, Σοφία Μαυροειδή-Παπαδάκη, Δημήτρης Φωτιάδης.
Ένα άλλο φιλολογικό σαλόνι ήταν σπίτι του ‘Αγγελου και της Λητώς Κατακουζηνού, πρώτα στην οδό Πινδάρου κι ύστερα στη λεωφόρο Αμαλίας (με θέα τη Βουλή και τον Εθνικό Κήπο), όπου λειτουργεί και σήμερα ως χώρος εκδηλώσεων. Στο σαλόνι των Κατακουζηνών θα οργανωθεί για πρώτη φορά έκθεση με έργα του Θεόφιλου ενώ θα πιουν τον καφέ ή το ποτό τους και εκλεκτά μέλη γενιάς του ’30: από Σεφέρη, Ελύτη, Εμπειρίκο, Νίκο Χατζηκυριάκο-Γκίκα, Ηλία Βενέζη και ‘Αγγελο Τερζάκη μέχρι Κ. Θ. Δημαρά, Σπύρο Βασιλείου, Θανάση Απάρτη και Ευάγγελο Παπανούτσο. Το σαλόνι των Κατακουζηνών θα επισκεφθούν και προσωπικότητες του διεθνούς στερεώματος: Αλμπέρ Καμί, Μαξ Σαγκάλ, Ουίλιαμ Φόκνερ.
Φιλολογικά σαλόνια άνοιξαν επίσης στα προγενέστερα χρόνια ο Παλαμάς, ο Σουρής, η Καλλιρόη Παρρέν και ο Κώστας Ουράνης και στα νεότερα η Ελένη Βλάχου, ο Γιώργος Θεοτοκάς, ο Ανδρέας Εμπειρίκος και ο Γιώργος Κατσίμπαλης.
Όσοι θέλουν να γνωρίσουν περισσότερα για τον κόσμο των φιλολογικών καφενείων και των λογοτεχνικών σαλονιών της παλιάς Αθήνας μπορούν να ανατρέξουν στις πηγές οι οποίες χρησιμοποιήθηκαν και για την ανά χείρας περιήγηση: στην έκδοση της Ομάδας ‘Αστυ «70 χρόνια αθηναϊκών καφενείων. Τα στέκια των λογοτεχνών» (2014), στα έργα των Γιάννη Παπακώστα «Φιλολογικά καφενεία και στέκια της Αθήνας» (Εστία, 1988) και Γιάννη Καιροφύλλα «Τοπωνύμια της Αθήνας, του Πειραιά και των περιχώρων» (εκδόσεις Φιλιππότη, 1995) και στο άρθρο του Δημήτρη Γκιώνη «Τα φιλολογικά σαλόνια – κάποτε» («Ελευθεροτυπία», 18 Ιουνίου 2011).