Την εκτίμηση ότι η σωρευτική μείωση του ελληνικού ΑΕΠ φθάνει το 20% στην πενταετία 2008-2012 και μπορεί να προσεγγίσει το 24% στην εξαετία 2008-2013 διατυπώνει η Ενδιάμεση Έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος για τη Νομισματική Πολιτική 2012

Την εκτίμηση ότι η σωρευτική μείωση του ελληνικού ΑΕΠ φθάνει το 20% στην πενταετία 2008-2012 και μπορεί να προσεγγίσει το 24% στην εξαετία 2008-2013 διατυπώνει η Ενδιάμεση Έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος για τη Νομισματική Πολιτική 2012 που υποβλήθηκε σήμερα στον Πρόεδρο της Βουλής και το Υπουργικό Συμβούλιο από τον Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας κ. Γ. Προβόπουλο.

Σύμφωνα με τους συντάκτες της έκθεσης οι μακροοικονομικές εξελίξεις των τελευταίων ετών στην Ελλάδα ήταν ιδιαίτερα δυσμενείς και συνέβαλαν, σε μεγάλο βαθμό, στις αποκλίσεις από τους στόχους του προγράμματος προσαρμογής και στις απαισιόδοξες προβλέψεις για την πορεία του χρέους.

Το 2011 κορυφώθηκε η ύφεση με το ρυθμό μείωσης του ΑΕΠ να φθάνει το 7,1%, αφού είχαν προηγηθεί μειώσεις 4,9% το 2010, 3,1% το 2009 και 0,2% το 2008. Η Τράπεζα της Ελλάδος εκτιμά, με βάση εύλογες υποθέσεις για την πορεία εφαρμογής του προγράμματος, ότι το ΑΕΠ θα μειωθεί με ρυθμό ελαφρά ανώτερο του 6% το 2012 και της τάξεως του 4%-4,5% το 2013, ενώ η ανάκαμψη θα αρχίσει στη διάρκεια του 2014. Επομένως, η σωρευτική μείωση του ΑΕΠ φθάνει το 20% στην πενταετία 2008-2012 και μπορεί να προσεγγίσει το 24% στην εξαετία 2008-2013.

Παράλληλα, η σωρευτική μείωση της συνολικής και της μισθωτής απασχόλησης στην τετραετία 2009-2012 υπερβαίνει το 16% και το 17,5% αντίστοιχα, ενώ το ποσοστό ανεργίας παρουσιάζει εκρηκτική άνοδο: από 7,6% το 2008 στο 17,7% το 2011 και ελαφρά άνω του 23,5% το 2012 (κατά μέσο όρο έτους), ενώ εκτιμάται ότι μπορεί να αυξηθεί περαιτέρω και να υπερβεί το 26% το 2013 και το 2014.

“Ύφεση αυτής της έντασης και διάρκειας είναι ιστορικά πρωτοφανής για την ελληνική οικονομία σε καιρό ειρήνης και έχει σημαντικές επιπτώσεις όχι μόνο στα εισοδήματα αλλά και στο παραγωγικό δυναμικό και την κοινωνική συνοχή, καθώς η έλλειψη επενδύσεων και η παρατεταμένη ανεργία συντελούν στην απαξίωση του υλικού και του ανθρώπινου κεφαλαίου”, αναφέρεται στην έκθεση, ενώ αποσαφηνίζεται πως η ύφεση επηρεάζει αρνητικά τη δημοσιονομική προσαρμογή, μειώνοντας τα δημόσια έσοδα και αυξάνοντας τις κοινωνικές δαπάνες, οδηγεί σε συρρίκνωση της καταθετικής βάσης των τραπεζών και άρα των δυνατοτήτων τους να παρέχουν χρηματοδότηση, ενώ δημιουργεί αρνητικό κλίμα για την αποδοχή διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων από την κοινωνία και τελικά επιβαρύνει το λόγο χρέους/ΑΕΠ.

Σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος κύριες αιτίες αυτής της οξείας και παρατεταμένης ύφεσης είναι η συσταλτική δημοσιονομική πολιτική, η μεταρρυθμιστική διστακτικότητα, η αυξημένη αβεβαιότητα και η ανεπάρκεια ρευστότητας. Ειδικότερα, η μεγάλη αυτή ύφεση αντανακλά προ πάντων τη συρρίκνωση της εγχώριας ζήτησης, η οποία μέχρι το 2008 ήταν ο βασικός μοχλός της ανάπτυξης. Ο κύριος λόγος όμως που εξηγεί το εύρος και τη μεγάλη διάρκεια της ύφεσης, που ξεπέρασαν τις προβλέψεις, είναι ότι η απολύτως αναγκαία συσταλτική δημοσιονομική πολιτική συνδυάστηκε — λόγω της έντονης αβεβαιότητας που συντηρεί η κρίση χρέους — με σοβαρή επιδείνωση των συνθηκών χρηματοδότησης και συρρίκνωση της πιστωτικής επέκτασης προς τον ιδιωτικό τομέα. Από την άλλη πλευρά, τη βαθύτερη ύφεση εξηγούν και οι καθυστερήσεις στην προώθηση και κυρίως υλοποίηση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, οι οποίες αναμενόταν – μέσω της βελτίωσης της λειτουργίας των αγορών — να ενθαρρύνουν τις επιχειρηματικές επενδύσεις και έτσι να αντισταθμίσουν εν μέρει τη συσταλτική επίδραση της δημοσιονομικής προσαρμογής.

Στην έκθεση σημειώνεται πως την τριετία 2010-2012 εκτιμάται ότι έχει ανακτηθεί ένα μεγάλο μέρος (το 72%) της απώλειας της διεθνούς ανταγωνιστικότητας κόστους της εννεαετίας 2001-2009. Αυτό αποτελεί ήδη μια σημαντική θετική εξέλιξη. Επιπλέον, εντός του 2013 εκτιμάται ότι θα έχει ανακτηθεί το 100% της απώλειας της περιόδου 2001-2009. Ακόμη, υποστηρίζεται πως υπάρχουν ενδείξεις διορθωτικής προσαρμογής βασικών μεγεθών, η οποία αποτελεί την απαρχή της εξισορρόπησης και αναδιάρθρωσης της οικονομίας. Συγκεκριμένα:

-Πρώτον, μειώνεται το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Η Τράπεζα της Ελλάδος εκτιμά ότι θα περιοριστεί ακόμη περισσότερο στο 4,5-4,7% περίπου το 2012 και 2013 και κάτω από 3,5% το 2014.

-Δεύτερον, το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος μειώνεται από το 2010, συμβάλλοντας στη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας. Το 2012 είναι το πρώτο έτος από την υιοθέτηση του ενιαίου νομίσματος από την Ελλάδα που ο ελληνικός πληθωρισμός εκτιμάται ότι θα είναι χαμηλότερος από το μέσο πληθωρισμό στη ζώνη του ευρώ (1,2% έναντι 2,4-2,6%), ενώ το 2013 προβλέπεται να υποχωρήσει περαιτέρω στο 0,3%.

Όπως σημειώνεται στην έκθεση ο περιορισμός — λόγω της κρίσης — των δυνατοτήτων του τραπεζικού συστήματος να χρηματοδοτεί τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά επέτεινε την ύφεση. Υπογραμμίζεται μάλιστα πως οι πιέσεις στη ρευστότητα του πραγματικού τομέα της οικονομίας και οι δυσχέρειες πρόσβασης σε τραπεζικό δανεισμό θα ήταν κατά πολύ εντονότερες χωρίς την προσφυγή των τραπεζών στις πράξεις νομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματος και τη στήριξη της Τράπεζας της Ελλάδος.

Όπως χαρακτηριστικά τονίζεται, το τραπεζικό σύστημα εξακολουθεί να αντιμετωπίζει πρωτοφανείς προκλήσεις στη ρευστότητα και την κεφαλαιακή του επάρκεια, λόγω της κρίσης χρέους που πλήττει τη χώρα. Στην έκθεση αναφέρεται πως από την αρχή της κρίσης η Τράπεζα της Ελλάδος θεωρούσε επιβεβλημένη και αναπόφευκτη την εσωτερική αναδιοργάνωση των τραπεζών μέσω της αναπροσαρμογής του επιχειρησιακού τους μοντέλου και τη συνολική ανασύνταξη του τραπεζικού συστήματος μέσω της συνένωσης δυνάμεων.

“Η ολοκλήρωση της ανακεφαλαιοποίησης και η ανασύνταξη του τραπεζικού συστήματος αποτελούν κομβικής σημασίας μεταρρυθμίσεις, καθώς η αύξηση των ιδίων κεφαλαίων των τραπεζών θα ενισχύσει την εμπιστοσύνη προς αυτές εκ μέρους των εγχώριων αποταμιευτών και των διεθνών χρηματοπιστωτικών αγορών. Η εξέλιξη αυτή θα συμβάλει στη χαλάρωση των πιέσεων που αντιμετωπίζουν οι τράπεζες επί της ρευστότητάς τους, καθώς θα επηρεάσει θετικά τη ροή των καταθέσεων και τη δυνατότητα πρόσβασης των ελληνικών τραπεζών στις διεθνείς αγορές χρήματος και κεφαλαίων. Μέσω και αυτού του διαύλου, η αναπλήρωση της κεφαλαιακής βάσης των πιστωτικών ιδρυμάτων θα αυξήσει τις δυνατότητές τους να χρηματοδοτούν την ελληνική οικονομία και να αμβλύνουν τις συσταλτικές επιπτώσεις της δημοσιονομικής προσαρμογής”, τονίζεται στην έκθεση.

Ακόμη σημειώνεται πως η Τράπεζα της Ελλάδος έχει ήδη κοινοποιήσει σε κάθε τράπεζα το ύψος των κεφαλαιακών αναγκών της, καθώς και τις προθεσμίες για την υποβολή σχεδίων κεφαλαιακής ενίσχυσης και τη δρομολόγηση της εφαρμογής τους και ότι οι τράπεζες θα πρέπει να ολοκληρώσουν τις αναγκαίες αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου μέχρι το τέλος Απριλίου 2013.

Τέλος, ως προϋποθέσεις για την ανάπτυξη η Τράπεζα της Ελλάδος αναφέρει ότι πρέπει να αρθεί η αβεβαιότητα για τη θέση της Ελλάδος στη ζώνη του ευρώ και να ολοκληρωθεί ένα εθνικό σχέδιο για τη μετάβαση σε ένα νέο αναπτυξιακό πρότυπο.

Πηγή: news.gr