Ποια ήταν η στάση της εκκλησιαστικής ηγεσίας στην περίοδο της γερμανικής κατοχής; Ποια ήταν η συμπεριφορά των απλών ιερέων έναντι των κατακτητών; Πόσοι ιερείς και πόσοι ιεράρχες εντάχθηκαν στον απελευθερωτικό αγώνα;
Ο καθηγητής της σύγχρονης πολιτικής ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων Γρηγόρης Ψαλλίδας, επιχειρεί να απαντήσει στα ερωτήματα με το βιβλίο του «Συνεργασία και ανυπακοή» που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Εστία. Πρόκειται για μελέτη 308 σελίδων, βασισμένη σε εκκλησιαστικά αρχεία, σε ειδική βιβλιογραφία και σε έντυπα, η οποία ξεκινάει με μια αναδρομή του χαρακτήρα της εκκλησίας πριν την κατοχή, προσδιορίζοντας την ως «εθνική και κρατική εκκλησία». Ακολούθως παρουσιάζει τη σύγκρουση των αντιλήψεων για τον τρόπο διοίκησης της εκκλησίας, την αλλαγήτου Αρχιεπισκόπου Αθηνών το 1941 με την αντικατάσταση του βασιλόφρονα Χρύσανθου από τον βενιζελικό Δαμασκηνό. Φωτίζει τη βουλγαρική κατοχή της βορειοανατολικής Ελλάδας και την εξάρθρωση των τοπικών θεσμών της εκκλησίας, την εκκλησιαστική πολιτική των ιταλικών αρχών κατοχής, καθώς και την αμφισβήτηση της πνευματικής της εξουσίας από εθνοτικά-μειονοτικά κινήματα. Αναλύει διεξοδικά τον διττό ρόλο της εκκλησίας ως θεσμού του κατοχικού κράτους και της κοινωνίας των πολιτών.
Ο συγγραφέας τονίζει ότι η ανώτατη ηγεσία της εκκλησίας παλινδρόμησε μεταξύ δύο τάσεων: Από τη μια επέδειξε υπακοή και παθητική συνεργασία με τις γερμανόφιλες κυβερνήσεις και από την άλλη προχώρησε σε πολιτική αντίστασης στη συνεργασία, φτάνοντας όψιμα τη συγκεκαλυμμένη σύγκρουση.
Αναφερόμενος στην ξεχωριστή περίπτωση του Αρχιεπισκόπου Δαμασκηνού, ο συγγραφέας υπογραμμίζει ότι ο προκαθήμενος, προς το τέλος της κατοχής και με κυρίαρχο το ΕΑΜ (Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο) συμφώνησε στον διορισμό από την εξόριστη κυβέρνηση και το Συμμαχικό Αρχηγείο της Μέσης Ανατολής ενός ανώτατου στρατιωτικού αρχηγού που θα διηύθυνε τον ένοπλο αγώνα και θα επέλυε τις αντιθέσεις ανάμεσα στους αντάρτες. Παράλληλα, συγκατατέθηκε στην οργάνωση των αντάρτικων ομάδων σύμφωνα με τα πρότυπα των τακτικών στρατών ζητώντας την κατάργηση των πολιτικών καθοδηγητών, την λειτουργία στρατοδικείων, την κατάργηση των αρχών διοίκησης που είχαν θεσπιστεί στην ύπαιθρο από το ΕΑΜ,την άρση κάθε φορολογίας – προϋποθέσεις δηλαδή που αντιστρατευόταν τον ΕΛΑΣ (Ελληνικός Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός).
Μιλώντας για τον καλλιεργημένο από όλες σχεδόν τις ομάδες του κοινωνικού και πολιτικού αστισμού «μύθο του Δαμασκηνού», ο καθηγητής τονίζει:
«Είναι εντυπωσιακό ότι ο Αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός ήταν αυτός που συνδιαλεγόταν τον Αύγουστο του 1941 με τον πρώτο κατοχικό πρωθυπουργό Τσολάκογλου για την ανάληψη της κοινωνικής πρόνοιας. Ήταν όμως κι εκείνος ο οποίος μετέπειτα ανταγωνίστηκε ανοιχτά τους άλλους δύο κατοχικούς πρωθυπουργούς Λογοθετόπουλο και Ράλλη. Η αλλαγή αυτή ενδέχεται να οφείλεται στη δυσαρέσκεια του προκαθημένου επειδή δεν ανατέθηκε στον ίδιο η θέση του προέδρου των κατοχικών κυβερνήσεων»…
Ο Γρηγόρης Ψαλλίδας, αντιμετωπίζοντας με ερευνητική απόσταση τον Δαμάσκηνο, καταγράφει επίσης το ότι απέρριψε κατηγορηματικά την προτροπή του επιτρόπου Επικρατείας Δ. Πετρακάκου να εντείνει η εκκλησία τις ενέργειες «κατά του δρώντος σήμερα κομμουνισμού», παρότι στη σχετική πρόσκληση ανταποκρίθηκαν πολλοί αρχιερείς. Αντίθετα- επισημαίνει -φέρεται να διατηρούσε κατά διαστήματα διαύλους επικοινωνίας με την Αριστερά, κυρίως μέσω των αστών πολιτικών που συνεργαζόταν με το ΕΑΜ. Ο Δαμασκηνός αντιτάχθηκε σφόδρα στον σχεδιασμό των ναζιστικών αρχών να υπάρξει πολιτική επιστράτευση ελλήνων εργαζομένων στο Γ’ Ράιχ, ενώ στις 7 Μαΐου του 1944 οι αρχές κατοχής τον έθεσαν σε κατ’ οίκον περιορισμό μέχρι της 28 Αυγούστου, καθώς είχαν πληροφορηθεί τις επαφές του με τους Δ. Ψαρρό και Ι. Τσιγάντε όπως και με τους Βρετανούς. Αν και αρνήθηκε την πρόταση των τελευταίων να τον φυγαδεύσουν στην Μέση Ανατολή.
Χαρακτηριστικό του διαφορετικού κλίματος που επικρατούσε στην ανώτερη και στην κατώτερη τάξη των πιστών είναι τα στοιχεία από τα αρχεία της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου, σύμφωνα με τα οποία, χάρη στην απουσία φανερών τάσεων εχθρότητας κατά του κλήρου, στο ΕΑΜ είχαν προσχωρήσει 3.000 κατώτεροι κληρικοί από ένα σύνολο περίπου 7.000 που είχαν καταγραφεί στους καταλόγους της μισθοδοσίας των κληρικών.
Ο καθηγητής αποδίδει αυτή την ιδιόρρυθμη σχέση στην ιδεολογική βάση του «πατριωτισμού της Αριστεράς και του εθνικισμού της ιεραρχίας»…