Το διδακτορικό στην Ελλάδα βοηθά στην εύρεση εργασίας, αφού το 95% των διδακτόρων έχουν δουλειά, παρόλα αυτά, συγκριτικά με άλλες χώρες του ΟΟΣΑ, η Ελλάδα παρουσιάζει το υψηλότερο ποσοστό διδακτόρων (3,5%) σε κατάσταση ανεργίας. Μάλιστα, όσο πιο πρόσφατο είναι το «ντοκτορά», τόσο πιο δύσκολη είναι η απασχόληση για τον κάτοχό του, με το ποσοστό ανεργίας να ανεβαίνει στο 12,2% για τους διδάκτορες κάτω των 35 ετών.
Σχεδόν εννέα στους δέκα έχουν πάρει το διδακτορικό τους από ελληνικό ΑΕΙ, σε ηλικία 38 ετών κατά μέσο όρο, κυρίως στις ιατρικές και στις φυσικές επιστήμες. Έξι στους δέκα περίπου εργάζονται στον τομέα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, ένας στους πέντε σε άλλη κρατική υπηρεσία και κάτω από 10% σε επιχείρηση. Οκτώ στους δέκα διδάκτορες έχουν ερευνητική δραστηριότητα, ενώ εμφανίζουν ένα από τα μεγαλύτερα ποσοστά διεθνούς κινητικότητας στον κόσμο.
Αυτά, μεταξύ άλλων, αποκαλύπτει η έκδοση «Οι διδάκτορες στην Ελλάδα: σταδιοδρομία και κινητικότητα», η οποία παρουσιάζει τα αποτελέσματα της έρευνας που πραγματοποίησε το Εθνικό Κέντρο Τεκμηρίωσης (ΕΚΤ) στην Ελλάδα, στο πλαίσιο διεθνούς μελέτης του ΟΟΣΑ, με στόχο την καταγραφή της σταδιοδρομίας και κινητικότητας των κατόχων διδακτορικού τίτλου διεθνώς.
Η έρευνα πραγματοποιήθηκε για πρώτη φορά στην Ελλάδα και καταγράφει τους κατόχους διδακτορικών, ηλικίας έως 70 ετών, που διέμεναν στη χώρα μας στο τέλος του 2013. Ο συνολικός αριθμός τους ήταν 35.457, εκ των οποίων 13.793 γυναίκες ή 39% στο σύνολο των διδακτόρων. Η Ελλάδα βρίσκεται στην 11η θέση μεταξύ των 24 χωρών του ΟΟΣΑ σε απόλυτο αριθμό διδακτόρων.
Εξάλλου, η χώρα μας, με 7,3 διδάκτορες ανά 1.000 άτομα οικονομικά ενεργού πληθυσμού, βρίσκεται στην ένατη θέση μεταξύ των 22 χωρών για τις οποίες υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία. Την πρώτη θέση καταλαμβάνει η Ελβετία με 28,2 διδάκτορες ανά χίλια άτομα και ακολουθεί η Γερμανία (15,2).
Η πλειονότητα των Ελλήνων διδακτόρων (σε ποσοστό 86,2%) απέκτησαν το διδακτορικό τους από ελληνικά Πανεπιστήμια. Το 11,2% αποφοίτησε από άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με πρώτες το Ηνωμένο Βασίλειο, τη Γαλλία και τη Γερμανία, ενώ το 2,4% προέρχεται από χώρες της Βόρειας Αμερικής, κυρίως τις ΗΠΑ.
Τα δημοφιλέστερα επιστημονικά πεδία είναι το πεδίο «Ιατρική & Επιστήμες Υγείας» με ποσοστό 26,7% και το πεδίο «Φυσικές επιστήμες» με ποσοστό 21,9%.
Οι κύριες πηγές χρηματοδότησης των διδακτορικών σπουδών είναι κατά σειρά οι «προσωπικές αποταμιεύσεις και υποστήριξη από την οικογένεια» (23,6%), η «υποτροφία στην Ελλάδα» (23,1%), η «αμοιβή από άλλη εργασία» (21,5%) και η «αμοιβή από απασχόληση ως βοηθός διδακτικού ή ερευνητικού προσωπικού» (17,4%).
Ο μέσος όρος ηλικίας κτήσης του διδακτορικού είναι τα 38 έτη (37 για τους άνδρες και 38 για τις γυναίκες).
Όσον αφορά την επαγγελματική σταδιοδρομία των διδακτόρων στην Ελλάδα, το 2013 η μεγάλη πλειονότητα (94,8%) ήσαν εργαζόμενοι μισθωτοί ή αυτοαπασχολούμενοι.
Συγκριτικά με τις άλλες χώρες της έρευνας, η Ελλάδα παρουσιάζει το υψηλότερο ποσοστό διδακτόρων (3,5%) σε κατάσταση ανεργίας.
Το ποσοστό ανεργίας είναι μικρότερο στους άνδρες από ό,τι στις γυναίκες: σε κατάσταση ανεργίας βρίσκεται το 3% των ανδρών και το 4,3% των γυναικών διδακτόρων. Τα μεγαλύτερα ποσοστά ανεργίας καταγράφονται στα επιστημονικά πεδία «Ανθρωπιστικές Επιστήμες» (5,7%), «Γεωργικές Επιστήμες» (5,6%) και «Φυσικές Επιστήμες» (4,3%).
Το μεγαλύτερο ποσοστό ανεργίας (12,2%) καταγράφεται στους διδάκτορες κάτω των 35 ετών. Επίσης, το ποσοστό ανεργίας αυξάνεται όσο πλησιέστερα είναι ο χρόνος απόκτησης του διδακτορικού τίτλου σπουδών και αυξάνεται κατακόρυφα για όσους απέκτησαν τον διδακτορικό τίτλο τα έτη 2013 και 2014, φθάνοντας σε ποσοστά 10% και 13,4% αντίστοιχα.
Οι εργαζόμενοι διδάκτορες απασχολούνται κυρίως με σχέση μισθωτής εργασίας πλήρους απασχόλησης, σε ποσοστό 84,1%, ενώ με αυτοαπασχόληση εργάζεται το 12% και με μισθωτή εργασία μερικής απασχόλησης το 3,8%. Το μεγαλύτερο ποσοστό μισθωτών διδακτόρων πλήρους απασχόλησης (89,9%) καταγράφεται στις «Ανθρωπιστικές Επιστήμες» και το μεγαλύτερο ποσοστό αυτοαπασχόλησης (18%) στις «Επιστήμες Μηχανικού & Τεχνολογία».
Στους νεότερους διδάκτορες, κάτω των 35 ετών, καταγράφονται τα μεγαλύτερα ποσοστά αυτοαπασχόλησης (28,6%) και μερικής απασχόλησης (10%). Το κυριότερο επάγγελμα, με ποσοστό 45,6% στους εργαζόμενους διδάκτορες, αφορά την εκπαίδευση. Ακολουθούν, με ποσοστό 20,6%, τα επαγγέλματα στον τομέα των επιστημών και της μηχανικής και με ποσοστό 17,1% τα επαγγέλματα στον χώρο της υγείας.
Το μεγαλύτερο ποσοστό (57%) των εργαζομένων διδακτόρων συγκεντρώνεται στον τομέα της τριτοβάθμιας και μεταδευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Στον κρατικό τομέα εργάζεται το 20,6% των διδακτόρων, ενώ το 8,7% απασχολείται στις επιχειρήσεις.
Η μεγάλη πλειονότητα των εργαζομένων διδακτόρων, σε ποσοστό 77,2%, δηλώνουν ότι είναι πλήρως (ποσοστό 17,1%) ή μερικά (ποσοστό 60,1%) ικανοποιημένοι από την απασχόλησή τους.
Το 81,1% των εργαζομένων διδακτόρων δήλωσαν ότι έχουν ερευνητική δραστηριότητα. Το ποσοστό διδακτόρων με ερευνητική δραστηριότητα στους άνδρες είναι 83%, λίγο υψηλότερο από τις γυναίκες (77,9%).
Ο τομέας τριτοβάθμιας και μεταδευτεροβάθμιας εκπαίδευσης παρουσιάζει τα μεγαλύτερα ποσοστά διδακτόρων με απασχόληση σε ερευνητικές δραστηριότητες, με ποσοστά πάνω από 90%, τόσο στους άνδρες όσο και στις γυναίκες. Αντίθετα, οι διδάκτορες στον τομέα των επιχειρήσεων απασχολούνται σε ερευνητικές δραστηριότητες σε σαφώς χαμηλότερα ποσοστά: 50,3% οι άνδρες και 41,8% οι γυναίκες.
Στην Ελλάδα περίπου τέσσερις στους δέκα διδάκτορες (ποσοστό 37,1%) έχουν αλλάξει απασχόληση στη δεκαετία 2004-2013. Με βάση το ποσοστό αυτό, η Ελλάδα βρίσκεται στην τέταρτη θέση μετά την Πολωνία, την Ολλανδία και το Ισραήλ.
Όσον αφορά τη διεθνή κινητικότητα των διδακτόρων, η Ελλάδα έχει ένα από τα μεγαλύτερα ποσοστά (18,9% στη δεκαετία 2004-2013) και βρίσκεται στην πέμπτη θέση, μετά τη Μάλτα, την Ουγγαρία, την Ισπανία και την Πορτογαλία.
Το Ηνωμένο Βασίλειο, οι ΗΠΑ και η Γερμανία αποτελούν τις συνηθέστερες χώρες προορισμού για τους περισσότερους Έλληνες διδάκτορες. Σε σχέση με άλλες χώρες, οι Έλληνες διδάκτορες παρουσιάζουν συχνότερη και μεγαλύτερης διάρκειας διαμονή σε χώρες εκτός Ελλάδας, στο πλαίσιο της διεθνούς κινητικότητάς τους.
Επίσης, η Ελλάδα καταγράφει, μαζί με το Ισραήλ και τη Λιθουανία, τα μεγαλύτερα ποσοστά διδακτόρων με διάρκεια διαμονής σε άλλη χώρα επί πέντε έως δέκα έτη. Όσον αφορά την κινητικότητα ανά επιστημονικό πεδίο, τα υψηλότερα ποσοστά καταγράφονται στα επιστημονικά πεδία «Ιατρική & Επιστήμες Υγείας» (23,9%) και στις «Φυσικές Επιστήμες» (22,6%).
Οι βασικοί λόγοι κινητικότητας των Ελλήνων διδακτόρων σχετίζονται είτε με την ερευνητική τους δραστηριότητα (όπως εκπόνηση ή συνέχεια των διδακτορικών σπουδών, δημιουργία ερευνητικής ομάδας), σε ποσοστό 38%, είτε με την καριέρα τους (αναζήτηση/εύρεση εργασίας, μεταδιδακτορική έρευνα) σε ποσοστό 28%.
Η διευθύντρια του ΕΚΤ Δρ Εύη Σαχίνη δήλωσε πως «παρότι το εθνικό ερευνητικό, αναπτυξιακό και καινοτομικό σύστημα αντιμετωπίζει μία σειρά από αδυναμίες, όπως η χρηματοδότηση και η διασύνδεση μεταξύ ερευνητικού και ακαδημαϊκού περιβάλλοντος με την επιχειρηματική κοινότητα, το ελληνικό έμψυχο ερευνητικό δυναμικό διαχρονικά καταγράφεται ως ένα από τα ισχυρά μας σημεία, με την Ελλάδα να ξεπερνά χώρες με πολύ πιο ανεπτυγμένα ερευνητικά συστήματα».
«Εξίσου σημαντική στη σύγχρονη πραγματικότητα είναι η διεθνής κινητικότητα των διδακτόρων, η οποία είναι αυξημένη και στους Έλληνες διδάκτορες. Η κινητικότητα είναι εγγενές χαρακτηριστικό του έμψυχου δυναμικού για την απόκτηση περαιτέρω δεξιοτήτων, σε ερευνητικό και επαγγελματικό επίπεδο. Θα πρέπει όμως να προσεχθεί ώστε να μην αποκτήσει χαρακτηριστικά φυγόκεντρης κατεύθυνσης», πρόσθεσε.