Έντονη δυσοσμία πνίγει από την περασμένη Παρασκευή την δυτική Θεσσαλονίκη και ακόμη κανείς δεν είναι σε θέση να εντοπίσει την πηγή του προβλήματος. Όπως δήλωσε στο Μακεδονικό Πρακτορείο ο δήμαρχος Κορδελιού – Ευόσμου, Πέτρος Σούλας, παρά το ότι η κατάσταση έχει βελτιωθεί, η δυσάρεστη οσμή εξακολουθεί να υφίσταται.
“Γίνεται προσπάθεια να υπάρξει ταυτοποίηση του ρύπου ή των ρύπων καθώς οι σταθμοί μέτρησης της ατμοσφαιρικής ρύπανσης στην Περιφερειακή Ενότητα της Θεσσαλονίκης δεν έχουν δείξει καμία υπέρβαση των τιμών” επισημαίνει, από την πλευρά της, η αντιπεριφερειάρχης Θεσσαλονίκης, Βούλα Πατουλίδου.
Μεταφέροντας τις εκτιμήσεις των αρμόδιων υπηρεσιών της Περιφέρειας, αναφέρει ότι πιθανότατα η δυσοσμία δεν οφείλεται στις βιομηχανίες της περιοχής, ούτε στην καύση ξύλων από τα τζάκια, ενώ διερευνάται το ενδεχόμενο η πηγή των οσμών να βρίσκεται είτε στους μικροοργανισμούς του Θερμαϊκού Κόλπου, όπως είχε συμβεί στο παρελθόν, είτε στον βιολογικό καθαρισμό, καθώς η μονάδα είναι μικρή και δεν μπορεί να αντεπεξέλθει στα δεδομένα του πληθυσμού της πόλης.
Η αντιπεριφερειάρχης γνωστοποιεί, άλλωστε, ότι με πρωτοβουλία της διεύθυνσης Περιβάλλοντος της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας, θα επιδιωχθεί να προμηθευτεί η Περιφέρεια, σε συνεργασία με το Δήμο Κορδελιού – Ευόσμου, ειδικές συσκευές ώστε να λαμβάνονται δείγματα αέρα. Σύμφωνα με τη διεύθυνση Περιβάλλοντος, στα δείγματα αυτά θα μπορούν να ανιχνεύονται οργανικές ενώσεις που αυτή τη στιγμή δεν μετρώνται από τους σταθμούς μέτρησης ατμοσφαιρικών ρύπων, ωστόσο η ανάλυσή τους θα μπορούσε να γίνει στα εργαστήρια του τμήματος Χημείας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης καθώς η Περιφέρεια δεν διαθέτει τον σχετικό εξοπλισμό.
Σε κάθε περίπτωση, η κ. Πατουλίδου υπογραμμίζει ότι η ποιότητα του ατμοσφαιρικού αέρα ελέγχεται καθημερινά και, αν απαιτηθεί, η Αντιπεριφέρεια Θεσσαλονίκης προχωρά στην κήρυξη εφαρμογής αντίστοιχων με την νομοθεσία μέτρων.