“Άργησα πολύ να έρθω στη Θεσσαλονίκη. Είναι μια πολύ μεγαλύτερη και σημαντικότερη από αυτό που δηλώνει ο όρος “συμπρωτεύουσα”. Πρόκειται για μια πόλη πολυ-πολιτισμική, διεθνή, με έντονο και εμφανές το πολύ-πολιτισμικό, πολύ-θρησκευτικό της στοιχείο. Η εικόνα αυτή και η σημερινή της κατάσταση διαμορφώθηκε βέβαια μέσα από ιστορικές αντιθέσεις και αντιφάσεις και το μνημείο της Ροτόντα συνοψίζει αυτές τις αντιφάσεις… Έγινε εξαιρετική δουλειά στην αναστήλωση του μνημείου και η σημερινή μορφή του συνθέτει αντί να διαιρεί αυτή την πολυ-πολιτισμικότητα και πολυ-θρησκευτικότητα της πόλης”, τόνισε ο υπουργός Πολιτισμού Αριστείδης Μπαλτάς μετά το πέρας της επίσκεψης του σήμερα το μεσημέρι στο μνημείο της Ροτόντας στη Θεσσαλονίκη.

Ο κ. Μπαλτάς επανέλαβε πως “ουδέποτε υπέγραψα απόφαση για την τοποθέτηση σταυρού στο μνημείο της Ροτόντας”, καθώς και την προϋπάρχουσα απόφαση (από το 1999 με υπογραφή του προκατόχου του υπουργού Πολιτισμού Ευάγγελου Βενιζέλου) σύμφωνα με την οποία το μνημείο λειτουργεί και ως ναός μια Κυριακή κάθε μήνα (12 φορές το χρόνο). “Αυτό δεν αποκλείει – κάθε άλλο μάλιστα- τη χρήση του μνημείου για πολιτιστικές δράσεις όλων των ειδών (συναυλίες, διαλέξεις, παραστάσεις- οι οποίες και θα ενισχύουν την ουσία της πολυ-πολιτισμικότητας του”, συμπλήρωσε.

Τον κ. Μπαλτά ξενάγησε στο μνημείο της Ροτόντας ο έφορος αρχαιοτήτων πόλης Στάματης Χονδρογιάννης, ενώ παρόντες στην ξενάγηση ήταν και ο δήμαρχος Θεσσαλονίκης Γιάννης Μπουτάρης και η αντιδήμαρχος πολιτισμού Έλλη Χρυσίδου.

Σε δηλώσεις του ο κ. Μπουτάρης τόνισε τη σημαντικότητα του μνημείου το οποίο όπως είπε “μαρτυρεί την πολυ-πολιτισμικότητα , πολυ-εθνικότητα και πολυ-θρησκευτικότητα της Θεσσαλονίκης”, ενώ ο κ. Χονδρογιάννης συμπλήρωσε ότι στόχος και της εφορείας αρχαιοτήτων είναι το να αποκτήσει η Ροτόντα διαπολιτισμικό χαρακτήρα με πρώτο βήμα την επικείμενη αδελφοποίηση του με το Πάνθεον της Ρώμης.

Στη συνέχεια ο υπουργός επισκέφθηκε τον αρχαιολογικό χώρο στο σταθμό Βενιζέλου του μετρό. Αύριο, τρίτη μέρα της επίσκεψής του στη Θεσσαλονίκη, ο κ. Μπαλτάς θα έχει συναντήσεις με εκπροσώπους των δύο μουσείων σύγχρονης τέχνης (του Κρατικού και του Μακεδονικού) προκειμένου να ενημερωθεί για την πορεία των συζητήσεων και κοινών δράσεων με στόχο τη συνένωσή τους.